Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

"σαν γυφτάκια ξυπόλητα με λαδωμένα μαλλιά"


Βρεγμένο γρασίδι, αστέρια και ήχος κρυστάλλινος. Πεντακάθαρος. Ήχος ψιθυριστός. Ανάμεσα σε ψιχάλες και ανέμους, νότες σε τύλιγαν και μπλέκονταν στα μαλλιά σου. Θυμάσαι; Ήσουν μικρή, ίσως να μη θυμάσαι. Κοιμόσουν αποκαμωμένη, με τα μπράτσα ακουμπισμένα στην πλάτη μιας πλαστικής καρέκλας, τα μαλλιά σου λυτά, αφημένα σε μπούκλες που τυλίγονταν νωχελικά γύρω από τον εαυτό τους. Δίπλα σου, ένα ζευγάρι, θείοι σου ή κάτι τέτοιο, κι ένα κορίτσι μερικά χρόνια μεγαλύτερό σου, ξαδέρφη που γνώριζες κάθε καλοκαίρι. Σε είχαν πάρει μαζί τους εκείνο το βράδυ. Μύριζες παιχνίδι στην αυλή και αθωότητα και παιδική δίψα -τα παιδιά μεγαλώνουν πολύ το καλοκαίρι- και σε είχαν πάρει μαζί τους στη συναυλία. Χωρίς την αδελφή σου. Εφηβικά πείσματα, ίσως σκέφτηκες, εκείνη άλλωστε το συνήθιζε να ευχαριστιέται τη μοναξιά πού και πού, να μένει μόνη όταν οι άλλοι ήταν μαζί. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχεις ξεχάσει τα Χριστούγεννα που κάνατε μόνες στο σπίτι. Εκείνη το είχε προτείνει τότε, ήταν πάντα λιγάκι αρχηγός. Μα δεν παραπονιόσουν. Εξάλλου ήσουν η πιο μικρή και τα μαλλιά σου μύριζαν παιδικό σαμπουάν και τρυφερότητα. Κοιμόσουν, λοιπόν, και σε σκέπασαν με το τζιν μπουφάν, σε σκέπασαν και δεν κουνήθηκες καθόλου. Σε χάιδευαν στην πλάτη απαλά, όλο το βράδυ, και μάλλον το απολάμβανες. Με τις πρώτες σταγόνες, ο τόπος γέμισε ομπρέλες, μικρές, μεγάλες, πολύχρωμες, ομπρέλες. Και ακατάληπτη βαβούρα, μικρή δυσφορία. Ίσως να το ονειρεύτηκες, γι' αυτό και το θυμάσαι. Η βροχή δυνάμωνε, δυνάμωνε, καλοκαιρινή καταιγίδα κι η ομπρέλα δεν ήταν πια αρκετή. Στη βροχή σε άφησαν οι δικοί σου να κοιμάσαι ευτυχισμένη, χαϊδεύοντας την πλάτη σου και μουλιάζοντας τα πόδια τους στο λασπωμένο γρασίδι. Οι ομπρέλες σηκώνονταν μία μία και εξαφανίζονταν τρέχοντας, ώσπου απόμειναν άσπρες καρέκλες άδειες και διάσπαρτοι άνθρωποι καλοκαιρινοί, απροστάτευτοι, αγκαλιασμένοι και ήρεμοι. Τα μικρόφωνα έκλεισαν και η ορχήστρα μάζεψε τα όργανά της, μα εκείνοι παρέμειναν ανοιχτοί, γύρω σου. Οι δικοί σου τρίβοντάς σε απαλά, παρατηρώντας τη βρεγμένη σου κόμη, όχι χωρίς μια δόση ανησυχίας. Και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Όλα απογυμνώθηκαν, έμοιασαν κρυστάλλινα σαν σταγόνες, κι ήταν εκεί εκείνος, η τρυφερή του φωνή και το μαντολίνο, εκείνη, η διάφανη αγριάδα της φωνής της, οι σταγόνες, το βρεγμένο γρασίδι, ο θυμωμένος ουρανός και τα φωτισμένα ερείπια στο βάθος. Η φωνή της, καθαρή και τραχιά όσο ένα ξαναμμένο παιδί που δε σταματά να παίζει, ιδρωμένο, κατάκοπο, με γρατσουνισμένα γόνατα, κι εσύ κοιμόσουν με ένα ανεπαίσθητο ροχαλητό. Όταν κόπασε η μπόρα, ανασηκώθηκες και βρέθηκες περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που είχαν ενωθεί, στις νότες εκείνες που ακούστηκαν βρεγμένες, κρυστάλλινες, χωρίς μικρόφωνο, χωρίς φτιασίδια, αληθινές, διαπερνώντας τις στάλες και σκεπάζοντας την υγρή χλόη με ένα μεταξένιο πέπλο. Θυμάσαι; Ήταν η πρώτη σου συναυλία, ίσως, και θα σε έκανε να αναζητάς, πάντα, έναν περίπατο στα αστέρια, μια πτήση στη γη.


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

γραφίτης

Πού πάνε οι λέξεις όταν πέφτουν; 
Στο περιθώριο της σελίδας, με μολύβι, εύθραυστο αχνό μολύβι, η ψευδαίσθηση της αναστρεψιμότητας, μικρές λεξούλες σημειωμένες. Και μερικές υπογραμμίσεις. Και κυκλάκια. Και συνειρμοί. Πάνω στο κείμενο, μέσα στο κείμενο, πέρα από το κείμενο, νέοι συνειρμοί. Δευτερογενείς. Πότε τελειώνει το βιβλίο; Με ρώτησες ένα πρωί, όμως δεν ήξερα τι να σου πω. Στον καθρέφτη, φαντάστηκα πως σε κοίταζα, μα ήταν μόνο μια αντανάκλαση. Κάθε φορά που το διαβάζεις, το γράφεις ξανά. Γράφεις επάνω του, πάνω στις λέξεις. Και τότε, λίγο τσακίζεις τη σελίδα, στην άκρη της γωνίας, αμυδρά, ανεπαίσθητα. Αφήνεις ίχνη, σημάδια. Με την ελπίδα. Με την προσδοκία. Με τη χαρά της ανακάλυψης.
Και οι λέξεις πέφτουν, απαλά, από την άκρη του μολυβιού, ασυνάρτητη ύλη που αγγίζει το χαρτί. Τη σελίδα του βιβλίου, αυτήν τη λίγο τσακισμένη. Κι εκεί προσγειώνονται, περιμένουν, φυτεμένες σαν δέντρα, ριζωμένες στο σημείο που γι' αυτές προπαποφασίστηκε. Στη δεύτερη επίσκεψη, στην τρίτη, δεν έχουν ποτέ το ίδιο νόημα. Είναι εκεί, μα είναι απούσες. Δεν παραπέμπουν πια στον ίδιο συνειρμό, μόνο παράγουν άλλους. Καινούριους, πολλαπλάσιους. Κι είναι ακριβώς εκεί που μπορώ να σε ρωτήσω, κοιτώντας μέσα από τον ίδιο καθρέφτη, μα τώρα πια σε άλλη χώρα. Τελειώνει το βιβλίο; 
Ξανά και ξανά και ξανά, μέσα από τον καθρέφτη, μέσα μου κοιτάζεις, και με ρωτάς με ύφος παιδιού που ξύπνησε στις πρωινές ηλιαχτίδες. Δέσμη φωτός, και βροχή οι λέξεις πέφτουν.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

άκου μια διαδρομή

Είπε πως το λεωφορείο θα μπορούσε να χωρέσει 267 ανθρώπους σε υγρή κατάσταση. Ένα λεωφορείο. Εσύ δεν ήσουν όμως σε ένα λεωφορείο, ήσουν στο λεωφορείο. Στο δικό σου λεωφορείο. της δικής σου διαδρομής, Σάββατο μεσημέρι. Και δεν είχες γύρω σου ανθρώπους σε υγρή κατάσταση. Είχες μια φίλη πλάι σου και είχες συναντήσει τυχαία μια γνωστή σου. Μέσα σε αυτό το ίδιο λεωφορείο. Σιγά σιγά άρχισαν να μπαίνουν κι άλλοι, άνθρωποι. Μερικοί έβγαιναν κιόλας, σποραδικά. Σήμερα αποφάσισες να τους ακούσεις. Μόνο να τους ακούσεις. Η θέση σου ήταν ιδανική. Ακριβώς στο κέντρο, πίσω από τη φυσούνα, σε ένα από τα χαμηλά καθίσματα, παράθυρο. Καθώς ο ήλιος έριχνε παιχνιδίζοντας τις αχτίδες του στο πρόσωπό σου, μισόκλεινες τα μάτια και ανοιγόσουν στις φωνές. Είναι που όλες οι φωνές μαζί δε βγάζουν πάντα νόημα. Με λίγη τύχη όμως οι φωνές μετατρέπονται σε λέξεις. Καμιά φορά μαζεύονται οι λέξεις και φτιάχνουν διαλόγους, φτιάχνουν ιστορίες. Ακίνητος σε 0.3 τετραγωνικά μέτρα, κάθε άνθρωπος διηγείται εν δυνάμει μια ιστορία. Κι οι ιστορίες ξεδιπλώνονται τα μεσημέρια με ήλιο στο κέντρο της πόλης, πλημμυρίζοντας ένα κουτί που θα μπορούσε να χωρέσει 267 ανθρώπους σε υγρή κατάσταση. 


Κυριακή 4 Μαΐου 2014

χωρογραφία

Joan Colom, Ο δρόμος, 1960


Κι έτσι απλά, συνέχισε το δρόμο του. Έτσι απλά, κι εκείνη το δικό της. 
Είχε ένα σακάκι κρεμασμένο στον αριστερό του ώμο. Κρατούσε μαζεμένη τη μακριά της φούστα στο αριστερό της χέρι, καθώς ανέβαινε. Την κοίταξε για μια στιγμή, μετά έστρεψε το βλέμμα στη θέα. Ασυναίσθητα, κοίταξε κι εκείνη προς τη θέα. Εντυπωσιακοί κήποι, εντυπωσιακή πόλη. Στην αίθουσα, τα σώματά τους σχεδόν συγκρούστηκαν αναπάντεχα. Της χάρισε ένα βλέμμα ένοχης απορίας. Του χάρισε ένα αμήχανο γέλιο.
Εγώ κάνω το δρόμο. Φωτογραφίες ανθρώπων, πρόσωπα, χέρια, πλήθη, σώματα, κινήσεις, βήματα. Βλέμματα διασταυρούμενα, βλέμματα χωρίς ανταπόκριση. Βλέμματα στο αόρατο. Ανθρώπινα. Η ιστορία μιας πόλης ξεδιπλώνεται στους ανθρώπους της. Στο δρόμο. Μέρα τη μέρα, στιγμή τη στιγμή. Όχι μία ιστορία, πολλές ιστορίες. Ανθρώπινες. Της διπλανής πόρτας. Στο δρόμο. Ιστορίες-εικόνες. Ιστορίες μικρές, ασήμαντες. Ιστορίες αποσπασματικές. Οι ιστορίες, απλωμένες όλες στους τοίχους. Ανθρώπινοι λαβύρινθοι. Οι ιστορίες, σκηνικά συναντήσεων. Οι ιστορίες, σε αναμονή νέων ιστοριών.
Σε ελεύθερη περιπλάνηση ανάμεσα σε μωσαϊκά από στιγμιότυπα του δρόμου, άνθρωποι διασταυρώνονται, γελούν, προβληματίζονται, θαυμάζουν. Διαγράφοντας πορείες , δημιουργώντας περιοχές επιρροής, οι άνθρωποι εμπλέκονται σε καταστάσεις εφήμερες. Γίνονται, άθελά τους, εν δυνάμει στιγμιότυπα κάποιου αόρατου φωτογράφου. Παίρνουν, άθελά τους, μέρος σε χωρογραφίες απρόσμενες. Και συναντιούνται, ανταλλάσσουν βλέμματα και σκέψεις και ίσως κάποιες ελπίδες ή μερικές λέξεις. Και οι πορείες τους διαχωρίζονται ξανά, μετά από μια περίτεχνη πιρουέτα.

http://museunacional.cat/en/i-work-street-joan-colom-photographs-1957-2010

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

χωρίς παύση

Είναι που οι σκέψεις ξεπετάγονται ξαφνικά, είναι που μερικές φορές υπάρχει ένας καθρέφτης, ανθρώπινος, που σε κοιτάζει κατάματα. Κι είναι που οι ερωτήσεις περιέχουν απαντήσεις. Κι είναι που οι απαντήσεις ξυπνούν το πρωί και κάνουν ερωτήσεις. Και από την αρχή ξανά. Στο μαγιάτικο σύμπαν, ο ουρανός δεν έχει σύννεφα, μόνο αραχνοΰφαντα βαμβάκια που κινούνται ασταμάτητα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κινηθείς μαζί τους, χωρίς όριο, χωρίς παύση. Σε μέρες μεγάλες, φωτεινές, επιπλέοντας σε αστερισμούς πραγμάτων που υπάρχουν και χαμογελούν με τα μάτια κλειστά.


Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

κορνίζες στο κατώφλι

Ωθήσατε, και μια διαγώνια γραμμή, μαύρη πινελιά πάνω στο τζάμι. Της άρεσε πολύ να τρέχει και να ακούει την πόρτα να περιστρέφεται πίσω της, σε γωνία εκατόν ογδόντα μοιρών, λουσμένη στο φως. Λουσμένη στο φως γιατί ο διάδρομος είχε μπαλκόνι. Ναι, μπαλκόνι, όπως τα μπαλκόνια των σπιτιών, γιατί να μην έχει κι ο διάδρομος το μπαλκόνι του; Εξάλλου, από τον ακάλυπτο έμπαινε άπλετο φως, ήταν μεγάλος και ανοιχτός από το νότο. Όμως γι' αυτό θα μιλήσω αργότερα. Κοντοστάθηκε. Το φως περιέγραφε το πλαίσιο της τζαμένιας πόρτας, ξύλινο, καφεκόκκινο, αδρό. Απλό, όμως με βάρος. Με βάρος, όμως η πόρτα δεν ακουμπούσε στο δάπεδο, δε σερνόταν πάνω στο μάρμαρο. Αυτό το ξύλινο πλαίσιο δε θα καταδεχόταν ποτέ να συρθεί, έπρεπε να αιωρείται σε απόσταση ενός εκατοστού. Να αιωρείται, για να μπορεί να υπάρχει. Αναπάντεχη ήταν η θέα εκείνης της πόρτας. Ωθήσατε, αναπάντεχα, και θα κατρακυλήσετε στις αναμνήσεις. Ωθήσατε, αναπάντεχα, και είστε πια σε ένα φωτεινό γνώριμο κόσμο. Η βελέντζα ήταν πορτοκαλί, λουσμένη στον απογευματινό ήλιο. Πορτοκαλί, και της άρεσε να οραματίζεται στρώσεις ατελείωτες από τριμμένο καρότο, αφράτες, φρέσκιες, αρωματικές. Το κείμενο πρέπει να γραφτεί αποσπασματικά, σκέφτηκα. Γιατί οι αναμνήσεις μοιάζουν με χαλάζι όταν αποφασίζουν να μας βρουν έτσι ξαφνικά. Και γιατί μια ζωή δε χωράει στη συνεχή αφήγηση. Μόνο θραύσματα απομένουν, μπορούμε να τα αγγίξουμε επιλεκτικά όπως τα κομμάτια μιας σπασμένης τζαμαρίας σε ένα ερείπιο. Και γιατί είναι τα πόδια μου που κατακερματίζουν την επιφάνεια του δρόμου, είναι τα πόδια μου που δειγματοληπτικά εξετάζουν το χώμα. Ασυνέχειες μέσα στη συνέχεια, την αμείλικτη συνέχεια, την ασταμάτητη συνέχεια. Το μυστικό πέρασμα του δευτέρου ορόφου είχε κάτι το μαγικό. Ήταν σίγουρη πως έκλεινε τα βράδια, ήταν σίγουρη πως κάποιες στιγμές, αν δεν ήταν αρκετά προσεκτική, είχε τη δυνατότητα να την εγκλωβίσει σε μια παράξενη κρυμμένη διάσταση. Αν δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Κι έπειτα, εμφανίζονταν νερά στο μπαλκόνι, ξαφνικά πλημμύριζαν τα παιδικά της δάχτυλα, πλημμύριζαν τα ακαθόριστα αναρίθμητα νησάκια του μαύρου μωσαϊκού. Πόσο όμορφο ήταν το μαύρο μωσαϊκό, πόσο ανακουφιστικά ζεστό το καλοκαίρι. Ήταν επίσης σίγουρη πως το νερό που πλημμύριζε το μπαλκόνι ήταν κάποιο μαγικό φίλτρο, της μάγισσας που είχε μεγάλα γυαλιά και στρογγυλεμένη μύτη, σφιχτά κουμπωμένο το πουκάμισο ως το γιακά και κοκκινωπά μαλλιά, πιασμένα κότσο. Έχω ήδη πει πολλά, μα δεν έχω φτάσει στα κάδρα. Στις κορνίζες. Κάδρα ή κορνίζες, δεν ξέρω να πω με σιγουριά. Με κάδρο την τζαμένια πόρτα και την υπογραφή Ωθήσατε μπόρεσα μόνο να τη δω να κοιτάζει. Στο μπαλκόνι βγήκε ξανά, και ένιωσε το κάγκελο πιο σκουριασμένο, άκουσε μέσα από το χέρι της τη μητρική κραυγή, μη στηρίζεσαι εκεί. Και απέφυγε την τελευταία στιγμή την αναμέτρηση με το σάπιο σίδερο. Δε βρήκε το κουράγιο να σπρώξει την πόρτα όπως τότε, να την ακούσει να ταλαντεύεται ανοιγοκλείνοντας, να νιώσει την απόσβεση, να τη δει να σταματάει ξανά σε θέση αναμονής. Κι ας μη φοβόταν πια τη μάγισσα, που δεν υπάρχει πια. Μέσα από το τζάμι κοίταξε την πόρτα, πιο αδιαπέραστη από ποτέ. Κοίταξε τα προπύλαια, τρεις γλάστρες εκατέρωθεν, με σειρά αυξανόμενου ύψους. Πρέπει να εξηγήσω πως είχε μπει από την άλλη πλευρά της στοάς, πως ανεβαίνοντας τη σκάλα έψαχνε να επαληθεύσει αν ήταν όλα εκεί έτσι όπως τα θυμόταν. Γιατί όπως είπα, ήξερε πως ήταν όλα μαγικά και είχαν τη δυνατότητα να αλλάξουν θέση ανά πάσα στιγμή. Ή μορφή. Ή και τα δύο. Το σκηνικό ήταν δυναμικό. Ο θρόνος ήταν στη θέση του, στρογγυλός, ολοστρόγγυλος. Ήταν επιβλητικός γιατί η έλικα εκτεινόταν καθ' ύψος σχηματίζοντας έναν νοερό κύλινδρο ακριβώς από πάνω του. Σίγουρα θα βρισκόταν εκεί κάποιος αόρατος βασιλιάς. Προσπέρασε, μα συνέχισε με το βλέμμα καρφωμένο καθώς ανέβαινε. Για μια στιγμή δίστασε, ξέχασε τον όροφο του μυστικού περάσματος. Πώς είναι δυνατόν, ήθελα να της πω, μα σύντομα βρέθηκε να χαϊδεύει το σιδερένιο πόμολο του ρόμβου. Και ήξερα τότε πως θα έβρισκε το δρόμο. Ο ρόμβος άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια θέα του ακάλυπτου από χαμηλά. Τα κεραμίδια ήταν τώρα στο ύψος του ματιού της. Έχουν το χρώμα του κρασιού αυτά τα κεραμίδια, πάντα αυτό το χρώμα είχαν. Είδε κάποτε μια τρύπα στα κεραμίδια, από πάνω. Ήταν τη μέρα που την έστειλαν για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Βρήκε έναν πράσινο κουβά στη μέση του διαδρόμου, αδέσποτο ανάμεσα στα τρόφιμα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι τότε που τα σουπερμάρκετ ήταν μικρά, μοναδικά, έφεραν το όνομα του κυρίου Τάκη, που ο αδελφός του ήταν συμμαθητής του μπαμπά και η γυναίκα του δούλευε γραμματέας στον οφθαλμίατρο εκείνον τον ψηλομύτη. Τότε τα σουπερμάρκετ είχαν και κουβάδες στο πάτωμα, όταν έβρεχε. Και μόλις γύρισε σπίτι, ξανακοίταξε την τρύπα στα κεραμίδια. Δεν το ήξερε τότε, μα στον ακάλυπτο εκείνο μάθαινε το χώρο. Πάνω, κάτω, τι σημαίνει ένας όροφος, δύο, τρεις, έχουμε ακόμη δυο σπίτια πάνω από το κεφάλι μας. Στα ακατάστατα τοιχάκια χανόταν σε φανταστικούς κόσμους. Τα μετρούσε, με το σώμα της, σκαρφαλώνοντας νοερά, πηδώντας από μπαλκόνι σε κουβά, γλιστρώντας από τη σφουγγαρίστρα, πέφτοντας από τα δύο μέτρα. Τα απογεύματα που δεν υπήρχαν οι ατελείωτες εκτάσεις αφράτου καρότου, υπήρχε ένα μεγάλο μαξιλάρι στο γυμνό τσιμέντο. Και ένα ζευγάρι πατούσες ξεγλιστρούσαν κάτω από το σιδερένιο κάγκελο, και οι πολύχρωμες σελίδες με τους ήρωες που έβγαζαν άναρθρες κραυγές, ζωντάνευαν στην τσιμεντένια σκηνή. Ήταν λείο το τσιμέντο, μα μέσα του διακρίνονταν τα χαλίκια. Της άρεσε να τα μετράει, από τότε. Και σου είπα ήδη πως είδε κορνίζες εκατέρωθεν της πόρτας, στο κατώφλι, πάνω από τα φυτά. Στάθηκε, συγκράτησε τη στιγμή στον αέρα για μερικά λεπτά. Είναι θαλασσογραφίες, αποφάσισε. Μόνο θαλασσογραφίες θα μπορούσαν να είναι. Ή ίσως σχέδια καραβιών, ιστιοφόρων. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε καν να διασχίσει την πόρτα, και βρέθηκε στο πέλαγος, ρυμουλκώντας με σχοινί το κάθε νησάκι, συναρμολογώντας μια μεγάλη σχεδία. Με τρύπες, όπως τα κεραμίδια. Με τρύπες για να μπορεί να φεύγει και να έρχεται. Την επόμενη φορά ίσως την πείσω να κατέβει στο δωμάτιο των κροκοδείλων.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

διαδικασία οικειοποίησης περιοχών

Ξεκινάς πρώτα από μια μικρή γωνία. Πρέπει να είναι γωνία. Ξεκινάς τοποθετώντας κάτι. Κάτι δικό σου, κάτι που έρχεται από εκεί που έρχεσαι κι εσύ. Καλό είναι η γωνία να είναι καθαρή και ασφαλής, χωρίς τρύπες, βαρετή, χωρίς εκπλήξεις. Μπορείς να τοποθετήσεις περισσότερα πράγματα, ένα όμως είναι αρκετό και απλοποιεί την κατάσταση. Μόλις νιώσεις έτοιμος, κάθεσαι στη γωνία και παρατηρείς. Αφουγκράζεσαι, κατά προτίμηση στο σκοτάδι, προσπαθείς να συνηθίσεις τις μυρωδιές, τη θερμοκρασία, να καταγράψεις την κινητικότητα. Με το σκοτάδι ίσως ξαγρυπνήσεις, προσπαθώντας να μη χάσεις στιγμή. Αργότερα κάνεις διαδρομές, εξερευνώντας τριγύρω, τοποθετώντας και αλλού αντικείμενα, δοκιμάζοντας τον ήλιο σε άλλα σημεία. Επιστρέφεις πάντα στη γωνία. Τακτικά. Είναι ανάγκη να περνάς χρόνο μαζί της. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν μπορείς να την αφήνεις μόνη της. Ίσως χρειαστεί να παρασιτήσεις, να προσκολληθείς για λίγο σε άλλες γωνίες, διαφορετικές από τη δική σου. Πρέπει να ετοιμάσεις ένα μηχανισμό ώστε να σου δίνουν την ψευδαίσθηση πως είναι δικές σου. Να τοποθετήσεις κι εκεί κάτι, ενδεχομένως. Ή να συναναστραφείς με τους εκεί. Να κερδίσεις την αποδοχή τους, να τους αφήσεις να σου εμπνεύσουν εμπιστοσύνη. Είναι απαραίτητη η εμπιστοσύνη. Είναι απαραίτητο να πιστέψεις. Τώρα πρέπει να είσαι έτοιμος. Με τη γωνία σου καθαρή και προστατευμένη, μπορείς να δοκιμάσεις την τύχη σου και σε άλλες γωνίες. Μπορείς να κατασκευάσεις άλλες γωνίες, να στήσεις νέα σκηνικά, να πολλαπλασιάσεις τα αντικείμενα. Σταδιακά. Ξεκινώντας από τη γωνία, να εγγράφεις περιοχές οικειότητας. Να αφήνεις σιγά σιγά, ίχνη. Τώρα αφήνεις τη γωνία για περισσότερο χρόνο, θα είναι ασφαλής και μόνη της, κι εσύ μακριά της. Μπορείς πια να περάσεις χρόνο στις νέες περιοχές, να αφουγκραστείς εκεί τους ήχους, να παρατηρήσεις εκεί.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

προφέροντας τα βήματα

Ήταν γεμάτη. Γεμάτη, φουσκωμένη, ένιωθε την ενέργεια να συσσωρεύεται σε ένα ακίνητο σώμα, ακουμπισμένο σε μια άβολη καρέκλα. Ένιωθε την πληροφορία να την κατακλύζει, ένιωθε να γεμίζει με μεγάλη ταχύτητα, ένιωθε τις σκέψεις της να πολλαπλασιάζονται. Ένιωθε να γεμίζει, να μην μπορεί να αναπνεύσει, να μην αντέχει άλλο. Ένιωθε μια δυσφορία. Και τότε κατάλαβε. Βγήκε στο δρόμο με φόρα, άφησε τη σιγή με τα πνιχτά σχόλια και τους ήχους υπό καταστολή πίσω της. Βγήκε κι ελευθερώθηκε από τα ιδρυματικά φώτα, από το επίμονο βουητό του κλιματισμού, από τη γυαλιστερή ατμόσφαιρα εργαστηρίου. Στο δρόμο, ψιχάλιζε ειρηνικά. Χωρίς ομπρέλα, επιτάχυνε το βήμα. Κι άλλο, κι άλλο, με δύναμη, με ορμή, με ένταση. Ναι, ένταση ήταν αυτό που την έπνιγε. Κι άλλο, με δύναμη, περπατούσε βουβά και άκουγε γύρω της. Η λεωφόρος, ο κόσμος που περπατούσε στο πεζοδρόμιο, μερικές φευγαλέες κουβέντες. Η βροχή σκέπαζε τους ήχους, τους κατάπινε. Τα φώτα εμφανίζονταν θολά μέσα στην υγρασία. Κι εκείνη συνέχιζε, με αυξανόμενη ταχύτητα, με ένταση. Ένα τραγούδι τη βρήκε στο φανάρι, το μουρμούρισε. Το μουρμούρισε για λίγη ώρα. Μέσα της, έφτιαχνε διαλόγους, εξηγούσε, ρωτούσε, απαντούσε. Πήρε τις απαντήσεις της. Πήρε μερικές απαντήσεις. Στα φανάρια, τώρα, ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν, κάθε φορά που σταματούσε. Κάθε φορά που σταματούσε πίστευε πως θα λυγίσει. Είχε την αίσθηση πως δε θα έφτανε σπίτι, η ενέργεια τώρα είχε φύγει όλη, είχε εξαφανιστεί στις σταγόνες της βροχής, στον αέρα, στις πλάκες του πεζοδρομίου. Σαν τους ήχους, σαν τα φώτα των αυτοκινήτων. Περίεργο, η ίδια διαδρομή, και αλλάζει τόσο. Αλλάζει ο ρυθμός, αλλάζει το πεζοδρόμιο. Τι σε κάνει να διαλέξεις πεζοδρόμιο; Χωρίς να κόβει ταχύτητα, ένιωθε το δρόμο ατέλειωτο, ένιωθε πως δε θα έφτανε ποτέ. Ήξερε όμως, ήξερε καλά, πως πάντα φτάνεις, πάντα. Μερικές φορές η πόλη κινείται κάτω από τα βήματά σου και σου φέρνει το σπίτι κοντά, ενώ εσύ μένεις ακίνητος. Ναι, αυτό της συνέβη. Είχε κιόλας πλησιάσει. Στο πάρκο, οι σταγόνες της βροχής χόρευαν επάνω στο νερό, ανέβηκε στο χείλος του ρυακιού και περπάτησε εκεί. Ισορρόπησε, χωρίς να κόψει ταχύτητα. Ακολούθησε τις στροφές και έφτασε στην άκρη. Πεζοδρόμιο. Η πόλη ήταν βουβή, άκουγε μόνο λέξεις καθώς περπατούσε. Σωρούς από λέξεις, τις ένιωθε να συσσωρεύονται, η πόλη ήταν βουβή. Άκουσε τα βήματά της, τα βήματα αυτά που της μιλούσαν. Της έλεγαν, μη βιάζεσαι, μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε, κι έπειτα συνέχιζαν να προφέρουν. Λέξεις, σχέδια, όνειρα, αποφάσεις. Σταμάτησε να βρέχει. Η πόρτα της ήταν απέναντι.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

σπίτι, αναζητείται.

Ένα τέταρτο. Ένιωθε το ένα τέταρτο να ολοκληρώνεται. Ένα τέταρτο. Ετοιμαζόταν να το ζωγραφίσει κλειστό, στρογγυλό και γεμάτο, ακέραιο, ένα κομμάτι της διαδρομής που θα άφηνε οριστικά πίσω της. Βρισκόταν μακριά, για πρώτη φορά. Τόσο μακριά που έλειπαν οι γεύσεις και οι μυρωδιές του πρώτου τετάρτου. Ήταν μακριά από όλα εκείνα τα καθημερινά που όριζαν το σπίτι, την οικειότητα, που προκαλούσαν τη θαλπωρή της επανάληψης, τη γνώριμη αίσθηση που την παρηγορούσε, άθελά της, επί ένα τέταρτο του αιώνα. Και είναι αλήθεια πως εκείνο το βράδυ λίγο φοβόταν. Φοβόταν μήπως το γλυκό της όνειρο για νομαδικές περιπλανήσεις την άφηνε κάποια μέρα χωρίς αναφορές, χωρίς δεσμούς, χωρίς εκείνα τα πολύχρωμα σχοινάκια που κρατάνε τα μπαλόνια κοντά στη γη. Και είναι αλήθεια πως τα μπαλόνια μοιάζουν ευτυχισμένα όταν αιωρούνται ελεύθερα. Όμως είναι επίσης αλήθεια πως φοβόταν μήπως δεν είχε πια πού να κατοικήσει, πώς να κατοικήσει. Και ήθελε χώμα, αγάπη και σώμα, ήθελε γεύσεις και ήθελε αρώματα οικεία, ήθελε ήχους ζεστούς, ήθελε λέξεις, ήθελε σπίτι. Σπίτι που να την αγκαλιάζει σφιχτά. Και ήταν τότε που έψαχνε πώς να φτιάξει το σπίτι, με κάθε τρόπο, έτσι που να μπορεί να το έχει πάντα μαζί της. Σε κάθε τέταρτο, ώσπου να μην υπάρχουν πια τέταρτα, μόνο συνέχειες, μόνο ροές.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ένα κορίτσι ντυμένο γυναίκα

Κλακ, κλακ. Εκεί, στον παγωμένο αέρα, τα βήματα αντηχούσαν στους δρόμους μιας ξένης πόλης. Εναλλάσσονταν ρυθμικά, αριστερό δεξί αριστερό δεξί αριστερό... Της άρεσε να τα ακούει, και στον παγωμένο αέρα ακούγονταν ξεκάθαρα. Κλακ, κλακ. Το αριστερό κλακ και το δεξί κλακ δεν ήταν ίδια. Τα δύο της πόδια δεν παρήγαγαν τον ίδιο ήχο, το ένα κλακ ήταν η απάντηση στο άλλο κλακ, όχι το τέλειο καθρέφτισμά του. Κλακ, κλακ. Επιτάχυνε. Μετρούσε το χρόνο με τα βήματα, κάθε βήμα κι ένα κλακ. Άρχισε να νιώθει τη φαρδιά παντελόνα επάνω στα καλάμια της. Το βαρύ ύφασμα έπεφτε επιβλητικά, χτυπούσε με αδράνεια στα πόδια της σε κάθε κλακ. Συγκεντρώθηκε στην αίσθηση αυτή, προσπάθησε να αγνοήσει τους ήχους. Το κάθε χτύπημα ήταν μια ανάσα, και στην ανάσα αυτή γέμιζε αυτοπεποίθηση. Η ανάσα της ήταν συντονισμένη με τα βήματα, κοφτή και σίγουρη. Στα φανάρια της άρεσε να κλείνει τα μάτια και να πλημμυρίζει το μυαλό της με σκέψεις, να αναπνέει βαθιά και να νιώθει μέσα από τα κλειστά βλέφαρα το ζεστό πράσινο φως. Κι ύστερα πάλι, κλακ, κλακ, με σταθερό ρυθμό. Εκεί, στον παγωμένο αέρα μιας ξενης πόλης, ένιωθε τις σκέψεις της κρυστάλλινες. Πανέμορφες. Ένιωσε την ανάγκη να κατοικήσει τον παγωμένο αέρα, να κάνει δική της την ξένη πόλη, να βρεθεί για λίγο στο σπίτι. Έχωσε το πρόσωπό της μέσα στο κασκόλ, ξεκίνησε να σιγοτραγουδάει μελωδίες όμορφες, παλιές, θυμήθηκε τα λόγια. Και τα βήματα μετρούσαν το χρόνο, και η ανάσα της γινόταν έντονη, πιο έντονη, δυνατή. Άρχισε να απαγγέλει τις σκέψεις της, μέσα από το κασκόλ, στον παγωμένο αέρα. Χρειαζόταν οικειότητα, χρειαζόταν στοργή και οι λέξεις αυτές ήταν ολόδικές της. Στη δική της γλώσσα, εκεί που πάντα κατοικούσε, της ήταν γνώριμοι οι ήχοι, γνώριμα τα λόγια, γνώριμη η φωνή. Χαιρόταν να ακούει αυτούς τους ήχους. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στους ήχους, να παράγει μόνο λέξεις, τη μία πίσω από την άλλη να τις αρθρώνει στην παγωμένη νύχτα. Κλακ, κλακ. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα οι λέξεις, προσπαθούσε να μη σκέφτεται, μόνο να παράγει ήχους, ασταμάτητα, γρήγορα. Να ακούει τους ήχους να σπάνε τη σιωπή, ασυνάρτητοι. Περπάτησε πιο γρήγορα, παράγοντας υπόκωφα κλακ κλακ κλακ. Ανυπόμονα. Έφτασε σπίτι, ήταν ώρα να ακούσει την ανάσα της, να την ακουμπήσει σε ένα βιβλίο και να ξαπλώσει μέσα του. Κλακ, κλακ. Έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση τα φορητά της χρονόμετρα. Ένιωσε το πάτωμα στις γυμνές της πατούσες. Αφουγκράστηκε, ο ήχος ήταν άλλος, άλλος κι ο ρυθμός.