Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

βλέμμα ψηλά

Κοίτα πάνω. Στην πόλη σου, οπουδήποτε. Σήκωσε για λίγο τα μάτια απ' το έδαφος.











Ένα παρελθόν. Και ταυτόχρονα ένα πιθανό μέλλον. Γεμάτο αναμνήσεις. Χωρίς υποσχέσεις. Μοιάζει θλιμμένο, φυλακισμένο σ' ένα σώμα που έχει πια γεράσει. Που δεν το ποθεί πια κανείς.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΟΝΤΑΙ αλλά για ποιόν; Από ποιόν; Ταμπέλες που βρίσκονται στην ίδια θέση εδώ και χρόνια... Ανέγγιχτες. Είναι αλήθεια ότι είναι ακόμα στη νοοτροπία μας η αντιπαροχή του '60, το καινούριο, το τεχνολογικά προηγμένο, αυτό που έχει όλες τις ανέσεις, τα κλιματιστικά, τα κουφώματα αλουμινίου. Είναι αλήθεια ότι για το μικροαστό είναι αδύνατον (οικονομικά κυρίως) να συντηρήσει τις μνήμες, το παρελθόν, να εξελιχθεί μέσα από αυτό. Είναι αλήθεια ότι τα θέματα της καθημερινότητας, αυτά τα τετριμμένα, μπορεί να γίνουν τόσο πιεστικά και απαιτητικά που να μην αφήνουν χρόνο και δύναμη ούτε καν για τη σκέψη, αυτή τη φευγαλέα και στιγμιαία.

Γι' αυτό τουλάχιστον κοίτα πάνω πού και πού. Και πέτα. Στη γη, λίγος ρομαντισμός δεν μπορεί να σου κάνει κακό.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

samba mood

Απόγευμα στο σινεμά, ταινιάκι για παιδιά μικρά και μεγάλα... 3d animation ΡΙΟ, μεταγλωττισμένο στα ελληνικά φυσικά! Η ατμόσφαιρα τεμπέλικη... Στην είσοδο κανείς για τα εισιτήρια, το κυλικείο κλειστό. Περάστε να ξεκινήσουμε την ταινία και στο διάλειμμα που θα έρθει το ταμείο κόβετε και εισιτήριο! λέει ο τεχνικός κι έτσι γίνεται...
Το σινεμά σχεδόν άδειο, μόνο μερικά 7χρονα, 8χρονα κι 9χρονα με τους συνοδούς τους. Και μέσα στο σκοτάδι γελάκια παιδικά, χαχανητά και τι είπε τί είπε μπαμπά και καθυστερημένα γέλια. Με μια ματιά τριγύρω βλέπεις μικρά γυαλιστερά αθώα βλέμματα και χαμόγελα. Κάποια στιγμή ακούγεται το τραγούδι Mas que nada στην ταινία, σε καινούρια εκτέλεση αλλά δεν έχει και πολλή σημασία, και τα μικρά κεφαλάκια κουνιούνται ρυθμικά, χωμένα όπως είναι στα αναπαυτικά καθίσματα. Θα μου το βάλεις στο σπίτι να χορέψουμε;;; μου ψιθυρίζει η οκτάχρονη συνοδός μου και με τραβάει απ' το μανίκι...
Στην έξοδο κόβουμε τα εισιτήρια (!!!) και σε όλο το δρόμο της επιστροφής σιγοψιθυρίζουμε παράφωνα τα λόγια και περπατάμε-χοροπηδάμε στο ρυθμό. Με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να χαϊδεύουν νωχελικά τις πλάτες μας καθώς κατηφορίζουμε...

ο Μουσάτος

Βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, λίγο πριν την Ανάσταση. Μικρή γραφική εκκλησία σε επαρχιακή πόλη. Παππούδες, γιαγιάδες, παιδάκια, καρότσια, βαριεστημένοι έφηβοι που αδημονούν για την επερχόμενη εξόρμηση στα κλαμπ της περιοχής, καλοντυμένες κυριούλες με φουντωτές κουπ κομμωτηρίου (η κυρία Νίτσα πάλι χτένιζε ως τις 10 μ.μ.). Λαμπάδες μπάρμπι, άξιονμαν, ντόρα, πάτι και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας! Φωνές και κλάματα, αγκαλιές, ματς μουτς, μα καλά κι εσείς εδώ χρυσή μου;;; Ατμόσφαιρα κατάνυξης δηλαδή! Κι ο Μουσάτος. Γύρω στα 28, είναι μόνος, ντυμένος απλά, με σκούρα γυαλιστερά μάτια, μελαχρινές μπούκλες και πυκνά φουντωτά μούσια, κρατάει μια απλή λαμπάδα από αγνό κερί. Δείχνει ήρεμος, απόκοσμος και ανέγγιχτος από τον γύρω πανικό.
Σβήσε τα φώτα, Παναγιώτη, τα φώτα! Και μετά ακούγεται το τσακ τσακ τσακ των διακοπτών, είπαμε είναι μικρή η εκκλησία. Παλιά και πολύ μικρή. Δεύτε λάβετε φως, ανάμικτο με μικροφωνισμούς, αν έκλειναν τελείως τα μικρόφωνα θα ακουγόντουσαν καλύτερα, τελοσπάντων! Κυριούλες που τρέχουν να προλάβουν, τακ τακ τακ τα τακουνάκια στο φθαρμένο δάπεδο. Δίπλα μου ένας κοστουμάτος με ζελέ στέλνει μήνυμα, άλλος παραδίπλα τραβάει βίντεο την τελετή, πιο πέρα ακούγεται Ναι, ναι, στο Θέατρο, στη 1, έχουμε τραπέζι! (Θέατρο: το πιο ιν κέντρο-μπουζουξίδικο της περιοχής). Ο παπάς κάτι ψέλνει, ααα ωραία τα παπούτσια σου, πολλές λαμπάδες μετακινούνται, να πάρουμε κι εμείς το άγιο φως, σιγά Γιωργάκη, θα κάψεις κανέναν! Η λειτουργία μετακινείται στο προαύλιο, βγαίνουν σε πομπή τα παπαδοπαίδια, οι παπάδες και οι ψάλτες, Παναγιώτη, την πόρτα, άνοιξε γρήγορα! (φράκαρε η πομπή, κόλλησε η παλιά πόρτα...). Με πιάνουν τα γέλια, ο Μουσάτος ατάραχος, σαν από άλλο κόσμο, προσπαθώ να κρατηθώ για χάρη του, μάλλον κάνει πολλή υπομονή ο καημένος...
Η πομπή ανεβαίνει τα σκαλάκια της Αίθουσας Τελετών του ναού, παπάδες και ψάλτες στριμώχνονται στη βεραντούλα, ψάχνουν τη σελίδα στο ασημένιο ανάγλυφο βιβλίο, κάτι ψιθυρίζουν. Τα παπαδοπαίδια όλα στη σειρά με τα εξαπτέρυγα αγκαλιά, κοιτάνε τους παπάδες με τα μούσια, κάτι λένε και κρυφογελάνε σαν μαθητούδια. Κάνουν να ξεκινήσουν την ανάγνωση του Ευαγγελίου, αποσυνδέεται και πέφτει το μικρόφωνο, μπαπ, ένας ψάλτης σκαρφαλώνει στα κάγκελα της βεραντούλας, πρόσεχε πρόσεχε τέκνον μου, ο παπάς με τα άσπρα γένια. Όλα εντάξει. Μα καλά πώς μεγάλωσες έτσι... Τηλέφωνο χτυπάει, μηνύματα, κακό... Ξεκινάει να διαβάζει ο παπάς με τα άσπρα γένια, κοιτάζουν το ρολόι τους όλοι... Μπαμ μπαμ μπαμπαμπουμπα τσσσιου φσσστ παππαππαπ παπ... Στην πλατεία η Μητρόπολη ήδη έκανε Ανάσταση, Χριστός Ανέστη, ξεκίνησαν τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα και οι κρότοι. Αναμονή... Οι παπάδες κοιτάζονται αμήχανα, ταιριάζουν τα άμφιά τους. Ο κόσμος λέει ανέμελα τα νέα του, άλλοι κοιτάζουν τα ρολόγια τους, μυρίζει από κάπου καμμένη τρίχα, μάλλον άρπαξε η λακ από κάποια περιποιημένη φουντωτή κουπ. Ο Μουσάτος ατάραχος, κοιτάει ευθεία και πότε πότε τον ουρανό.
Πυροτεχνήματα τέλος, Σοφία Ορθή ακούσωμεν την ανάγνωση του Αγίου Ευαγγελίου... Πολλά σαρδάμ κάνει ο παπάς, ε μεγάλωσε κι αυτός, τι τα θες τώρα χρυσή μου! Γρήγορα γρήγορα, Χριστόοος Ανέεεστη... Ψέλνουν οι πιστοί μ' ένα στόμα και αρχίζουν τα φιλιά, οι αγκαλιές και οι ευχές, τηλέφωνα χτυπάνε, να εδώ στην Αγία Σοφία είμαστε... Σταματάνε οι ψαλμωδίες, συγχαίρονται και εναγκαλίζονται κι οι παπάδες, είπαμε η μικροφωνική εγκατάσταση δεν είναι αρκετά δυνατή. Ο Μουσάτος κοιτάζει ήρεμος τη λαμπάδα του. Να του πω Χριστός Ανέστη; Κάποιος πρέπει να του πει, γιατί είναι μόνος του; Μα με πιάνουν οι ντροπές μου... Συνεχίζουν οι παπάδες, Χριστόοοος Ανέεεεστη εεεκ νεεεκρών άλλες 6 φορές!
Τώρα πια τέλος, η πομπή μπαίνει ξανά στην εκκλησία, θα συνεχίσει για τους πιστούς. Όλοι μένουν έξω, φιλιά, αγκαλιές, φωνές πιο δυνατά, αβγά που τσουγκρίζουν, κινητά που παίρνουν φωτιά... Κάπου εκεί τον έχασα τον Μουσάτο, δεν είδα τί έκανε, δεν του είπα Χριστός Ανέστη.

Εννοείται ότι πήγε περίπατο η όποια διάθεση είχα να νιώσω κατάνυξη και ηρεμία εκείνο το βράδυ. Κι εγώ η αφελής που νόμιζα ότι το να πάμε στη μικρούλα Αγία Σοφία θα μας γλίτωνε από τις ορδές των πιστών του κομμωτηρίου και των κινητών, από τις λαμπάδες μπάρμπι και τα πιτσιρίκια που στροβιλίζονται γύρω από τους γονείς και κάινε μπουφάν στο πέρασμά τους... Μόνο που δεν μπόρεσα ούτε να βάλω τα γέλια με το σουρεαλ σκηνικό, ο Μουσάτος ήταν η φωνή της συνείδησης.
Αχ Μουσάτε, πόσο έπρεπε να σου πω τουλάχιστον Χρόνια Πολλά... Ελπίζω να 'σαι καλά εκεί που είσαι κι αν τύχει και διαβάσεις αυτό (ο κόσμος είναι πάντα πιο μικρός από όσο νομίζουμε) Χριστός Ανέστη!

από τη μικρούλα Αγ. Σοφία

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

αντιστροφή

Είσαι παιδί, κάπου ανάμεσα σε τεσσάρων και δέκα ετών. Είναι Μεγάλη Πέμπτη, πρωί. Ξυπνάς με δυσκολία, ντύνεσαι βιαστικά με τα καλά σου. Εκείνη έχει έρθει να σε πάρει από το σπίτι. Είναι περιποιημένη, χτενισμένη και χαμογελαστή, μόνο για σένα. Σε πηγαίνει να κοινωνήσεις. Στο δρόμο σταματάει και σου δείχνει το Παλιό Ρολόι, κάθε φορά. Σου λέει αστεία και ιστορίες. Ιστορίες από χρόνια που σου φαίνονται τόοοσο μακρινά, σχεδόν μυθικά. Στο γυρισμό σου παίρνει παγωτό, σου το 'χε τάξει. Και σε κάνει βόλτα στο παζάρι, κάθε Πέμπτη έχει παζάρι, τη Μεγάλη Πέμπτη έχει μεγάλο παζάρι, με πολύ κόσμο. Παρατηρείς τον κόσμο από κάτω, όλα σου φαίνονται τεράστια. Σταματάει όπου θέλεις, κοιτάζει τους πάγκους που κοιτάς, σου παίρνει ένα μικρό δωράκι. 
Στο σπίτι, βάφει μαζί σας τα αβγά, σου δείχνει πώς να διαλέγεις τα πιο γερά για το τσούγκρισμα. Σου μαθαίνει να κάνεις τσουρέκια, σ' αφήνει να παίζεις με το ζυμαράκι που περισσεύει και να χαίρεσαι κι εσύ. Μαλώνει τη μαμά σου που δεν έχει υπομονή και είναι αυστηρή μαζί σου. Σου φτιάχνει κι ένα τσουρεκάκι γεμιστό με σοκολάτα, συνταγή σπέσιαλ. Πανεύκολη αλλά σπέσιαλ στα παιδικά σου μάτια. Και φυσικά υπέροχη γεύση...

Δεν είσαι πια παιδί, έχουν περάσει πάνω κάτω δεκαπέντε χρόνια. Είναι Μεγάλη Πέμπτη, πρωί. Ξυπνάς με δυσκολία, ετοιμάζεσαι βιαστικά με τα καλά σου, εκείνα που της άρεσαν. Εκείνη ετοιμάζεται νωχελικά, την περιμένεις. Είσαι περιποιημένη, χτενισμένη και χαμογελαστή, μόνο για κείνη. Την πηγαίνεις να κοινωνήσει. Στο δρόμο σταματάει κάθε τόσο καθώς λαχανιάζει. Της λες αστεία και ιστορίες. Ιστορίες από τις κοινές σας μνήμες, όταν ήσουν παιδί. Ιστορίες από χρόνια που για τα εγγόνια σου θα φαντάζουν μυθικά. Δεν μπορείς να της πάρεις παγωτό, ίσως να τό 'θελε, αλλά δεν κάνει να φάει, φοβάται για το ζάχαρό της. Την κάνεις όμως βόλτα στο παζάρι, ακόμα έχει παζάρι κάθε Πέμπτη, μεγαλύτερο παζάρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Παρατηρεί τον κόσμο διεξοδικά, όλα της φαίνονται ενδιαφέροντα. Σταματάει παντού, κοιτάζεις τους πάγκους μαζί της, ψωνίζεις μαζί της.
Στο σπίτι, βάφετε αβγά ενώ εκείνη κοιμάται, είναι πολύ κουρασμένη για να σας βοηθήσει, ξέρεις πια να διαλέγεις τα καλά, ξέρεις και να τα βάφεις. Της δείχνεις πώς έμαθες πια να κάνεις τσουρέκια, από τη μαμά αλλά δεν έχει σημασία. Την αφήνεις να σε βοηθήσει κι έτσι χαίρεται κι εκείνη. Της ζητάς και πάλι τσουρεκάκια γεμιστά με σοκολάτα, συνταγή σπέσιαλ. Βλέπεις το απλό κολπάκι, αλλά είναι και πάλι σπέσιαλ γιατί έτσι ήταν πάντα. Έτσι το θυμάσαι από παιδί. Κι ευτυχώς εκείνη ακόμα θυμάται να το φτιάχνει. Από γεύση, δε χρειάζεται καν να δοκιμάσεις, θα είναι πάντα υπέροχη...

Η Μεγάλη Πέμπτη είναι σίγουρα η μέρα της γιαγιάς. Ήταν όταν ήσουν παιδί και θα είναι για πάντα. Οι πιο ισχυρές αναμνήσεις σου από τη Μεγάλη Πέμπτη θα συνδέονται πάντα με το Παλιό Ρολόι, το παγωτό, το φουστανάκι που σου έραψε από λευκό λινό με υπέροχα κουμπάκια, τα τσουρέκια στο παλιό τραπέζι της κουζίνας. Και έχει έρθει η ώρα να την ευχαριστήσεις γι' αυτό. Πηγαίνοντας μαζί της στην εκκλησία το απόγευμα και εξηγώντας της την αρχιτεκτονική της πόλης σας, σταματώντας σε κάθε γωνία, περπατώντας με ταχύτητα ενός μέτρου το λεπτό. Μένεις με ένα χαμόγελο στο τέλος της μέρας. Κι εκείνη με δύο, ένα γιατί περνάει καλά κι ένα γιατί χαίρεται που σε βοήθησε να γίνεις αυτό που είσαι.

[μου το τραγουδούσε με αιθέρια φωνή όταν ήμουν μικρή, της το έβαλα χθες και δάκρυσε]

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

χωρίς τίτλο

Ποτέ δεν πρέπει να μιλάμε για τις ευχές μας στους άλλους. Γιατί τις παίρνει ο αέρας και φεύγουνε. 
Και συμβαίνουν αλλού. Κι όχι σ' εμάς που τις βάλαμε...
  

Φράση από την ταινία Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου. Σας αφήνω με το πρώτο μέρος, έτσι για να μην μπορείτε να σταματήσετε και να τη δείτε όλη...


Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

απολογισμός ΙΙΙ

Καληνύχτα.

απολογισμός ΙΙ

Κλείσε την τηλεόραση, όσο προλαβαίνεις και όποτε μπορείς. Έρχονται πάντα στιγμές που είσαι αναγκασμένος να την υποστείς, και φτάνουν για να πάρεις μια γερή δόση.

απολογισμός Ι

Οι άνθρωποι όσο μεγαλώνουν γίνονται και πάλι σαν τα μικρά παιδιά, όλο και περισσότερο. Μόνο που έχουν χάσει την αθωότητα, για πάντα.

διαδρομές...


 
Ταξιδεύοντας με ΚΤΕΛ στην Εθνική Οδό. Αναχώρηση από Αθήνα. Προορισμός Επαρχία (υποθέτω δεν έχει και μεγάλη σημασία πού, αρκεί να είναι μακριά). 
Λεωφορείο γεμάτο. Κόσμος ετερογενής. Φοιτητές και νέοι, εργαζόμενοι, παιδιά, γιαγιάδες, παπούδες. Κουρασμένοι, χαρούμενοι, νοσταλγικοί, ανυπόμονοι, γκρινιάρηδες, μελαγχολικοί. Υπάρχουν απ' όλα, ναι. Και ταξιδεύουν όλοι μαζί. Ύπνος, ροχαλητά, μαζί με ζωηρές συζητήσεις και ενοχλητικά τηλεφωνήματα. Μουσική από το ραδιόφωνο του οδηγού, κάθε είδους, σε κάθε απρόβλεπτη ένταση, σε όποια ώρα της ημέρας. Ποδόσφαιρο σε ζωντανή αναμετάδοση. Εξαρτάται από τα κέφια. Και μετά καμιά ταινία. Σήμερα είδα δύο. "Το φιλί της Ζωής" (ναι ελληνική, εξ' ού και το ομώνυμο άσμα...) και "Οι νύφες" στη συνέχεια! Απόλυτη συνοχή... Άλλες φορές έχω πετύχει και το Στάθη Ψάλτη, σήμερα ήμουν μάλλον τυχερή.
Από την άλλη, η ελληνική ύπαιθρος, ή μάλλον κάτι ανάμεσα σε ανέγγιχτη φύση και απόλυτο ανθρώπινο παραλογισμό. Δέντρα κάθε είδους, άναρχα φυτρωμένα ή φυτεμένα σε αλλόκοτες συστάδες (από ποιόν;;;). Χωράφια, βοσκοτόπια, πρόβατα, αγελάδες. Αναψυκτήρια - εστιατόρια για τους ταξιδιώτες, όλα με έναν αέρα που σε σέρνει δυο δεκαετίες πίσω... Ακόμα και σπίτια. Ακριβώς πάνω στο δρόμο. Χωριά που μοιάζουν ακρωτηριασμένα, ατελείωτα, κομμένα στη μέση από μια άτσαλη άσφαλτο. Καταυλισμοί (τσιγγάνων ίσως;) με τσίγκους και λαμαρίνες και άλλα παλιοσίδερα. Με τα Datsun αραγμένα στη σειρά, όλα μαύρα και κάποια κόκκινα. Και ρούχα, απλωμένα ρούχα. Ίσως και παιδικές κούνιες. Κατασκευές παντός τύπου και ευφάνταστων στατικών και μορφολογικών επιλύσεων, γεμάτες αυτοσχεδιασμούς και κακοτεχνίες. Ασυντήρητες. Κάποιες ατελείωτες, περιμένουν ακόμη τη χρήση τους, σαν σκελετοί που ποτέ δεν είχαν σάρκα, γυμνές. Κάποιες εγκαταλελειμμένες. Άλλες απλώς σε παρακμή. Με το πέρασμα του χρόνου να γράφει ξεκάθαρα πάνω τους. 
Τί τόποι είναι αυτοί; Ποιός έζησε εκεί και ποιός τους ένιωσε δικούς του; Και πάλι το μάτι πέφτει στις αναρίθμητες παπαρούνες. Κι ύστερα ξεπροβάλλουν κάστρα, μνημεία, πέτρινα κτίσματα ερειπωμένα που μαρτυρούν ότι κάποτε κάτι υπήρξε εκεί. Διαφορετικό από το σημερινό τίποτα της μετάβασης. Κάθε φορά ανακαλύπτεις καινούριες εικόνες, παρόλο που μάλλον όλα είναι ίδια όπως και τις προηγούμενες 10 φορές που πέρασες από 'κει...

Έχουν κάτι όμως αυτές οι διαδρομές. Κάτι αλλοπρόσαλλο. Μια γαλήνη απαράμιλλη. Είναι ουσιαστικά κενός χρόνος, άχρηστος. Προσφέρονται για τόσες σκέψεις... Για όλες αυτές που επί καιρό κλείδωνες σ' ένα κουτάκι με την ετικέτα Δεν προλαβαίνω τώρα... Αργότερα, έχοντας επίγνωση ότι κινδύνευε να σκάσει το έρμο το κουτάκι. Ναι, οι πανέμορφες παπαρούνες, οι σταγόνες της βροχής που χορεύουν στο τζάμι και η σουρρεαλ ατμόσφαιρα προσφέρονται ακριβώς γι' αυτές τις σκέψεις. Και όσο πιο μακρύ το ταξίδι, τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα προσαρμογής. Κακά τα ψέμματα, δεν είναι απλή υπόθεση η μεταφορά από ένα τόπο σ' έναν άλλο, από ένα ρυθμό ζωής σ' έναν άλλο, από την καθημερινότητα στις διακοπές ή αντίστροφα. Και σε μια τέτοια διαδρομή έχεις όλο το χρόνο να το συνειδητοποιήσεις... Θυμάσαι, μετράς και ονειρεύεσαι. Θυμάσαι τα όνειρα του χθες που έγιναν πολύτιμη πραγματικότητα και μετά συνήθεια. Εκείνα που έμειναν απλώς όνειρα. Εκείνα που άλλαξαν. Προσπαθείς να φανταστείς το μέλλον για τα όνειρα του σήμερα. Σενάρια. 

Κάθε φορά, αυτές οι εικόνες του τίποτα γίνονται κάτι, συμβολίζουν συναισθήματα, φάσεις, ιδέες, αποφάσεις. Κάθε φορά νιώθεις ότι αυτοί οι τόποι γίνονται κάπως δικοί σου, έχεις μοιραστεί μαζί τους κομμάτια του εαυτού σου, κρατάνε τα μυστικά σου μαζί με άλλα άλλων, έτσι καταδικασμένοι καθώς είναι να βρίσκονται πάντα στο ανάμεσα
Κι οι σκέψεις τρέχουν, μαζί με τα δέντρα πίσω απ' το τζάμι, που όταν ήσουν μικρή νόμιζες ότι κινούνται, μεταναστεύοντας σαν τα πουλιά...



Σάββατο 16 Απριλίου 2011

el hombre de al lado


El hombre de al lado (O άνθρωπος από δίπλα)

Δε διαλέγεις τους γείτονές σου. Με τη φράση αυτή κλείνει το τρέιλερ της εν λόγω ταινίας από την Αργεντινή. Το θέμα της; Μάλλον οι σχέσεις των ανθρώπων, θα έλεγα. Ο τρόπος που εκδηλώνονται οι συμπεριφορές, τα συναισθήματα, ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα προβλήματα, ο τρόπος που δημιουργούνται νέα προβλήματα... Μέσα από καθημερινά γεγονότα, λεπτομερώς παρουσιασμένα.
Η ταινία είναι γυρισμένη στην περίφημη Casa Crutchet, το μοναδικό σπίτι του Le Corbusier στη Λατινική Αμερική.
Σ' αυτό το φανταστικό σπίτι ζει ο Leonardo, πετυχημένος και σουπερ-μοδάτος designer, μαζί με τη γυναίκα του (που διδάσκει γιόγκα) και τη δεκάχρονη (ελαφρώς κακομαθημένη) κόρη τους. Τη γεμάτη καλαίσθητα αντικείμενα, εναλλακτική μουσική, κατάλευκους τοίχους και καθωσπρέπει κοινωνικές επαφές ζωή τους, διακόπτει ο Victor, ένας γείτονας από τη διπλανή πολυκατοικία (φωνή βαθιά, τατουάζ, πωλητής αυτοκινήτων ή κάτι παρόμοιο), που επιχειρεί να ανοίξει ένα παράθυρο στη μεσοτοιχία για να παίρνει λίγο ήλιο το σκοτεινό δωμάτιο. Το παράθυρο αυτό όμως βλέπει στο σπίτι της οικογένειας, κι έτσι αρχίζει ένας κύκλος διαπραγματεύσεων...
Δε λέω παραπάνω γιατί πραγματικά αξίζει τον κόπο να δεις την ταινία. Σκηνές από την καθημερινότητα, ίσως όχι τη δική μου και τη δική σου, αλλά πάντως από την καθημερινότητα κάποιων, διάλογοι ενδεικτικοί του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις. Και διαρκείς εναλλαγές, διαρκή ζουμ από το είναι στο φαίνεσθαι, και πάλι αντίστροφα. 
Είναι εντυπωσιακό το πώς η ταινία καταφέρνει να αποτυπώσει τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι προβάλλουν τη ζωή τους, δημιουργούν την εικόνα του εαυτού τους και εν τέλει της ζωής που θέλουν να έχουν. Όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται είναι πολύ προσεκτικά διαλεγμένα και συμβολίζουν το καθένα από κάτι... Και, να μην ξεχνάμε, ότι η ταινία είναι γυρισμένη μέσα σε έναν πραγματικό Le Corbusier!!!

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

η απόλυτη ανοιξιάτικη ευτυχία...

είναι να χωράς στα παλιά σου τζιν!!!

Εκεί που σκέφτεσαι απελπισμένα τι θα φορέσω πάλι αύριο, δεν κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη, ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι το αγαπημένο τζιν (που ευτυχώς δε χάρισες σε κανέναν!) είναι και πάλι διαθέσιμο... Έτσι μάλιστα, χαίρεσαι κι εσύ με τα λουλούδια που ανθίζουν!

 

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

η σιωπή της νύχτας



Και το τικ τακ του ρολογιού σαν υπόκρουση, σταθερή, ανυποχώρητη. Σε υποβάλλει να αναμετρηθείς με τις σκέψεις σου...

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

το φλερτ, the alternative way

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Μετρό από Σύνταγμα προς Άγιο Αντώνιο. Δύο εμφανώς γκέι και ιδιαίτερα τρέντι 19χρονα αγοράκια κάθονται απέναντί μου. Ύφος σοφιστικέ, αέρας αλτέρνατιβ. Τεράστια κοκκάλινα γυαλιά, το απόλυτο μαστ. Συζητάνε, φλερτάρουν διστακτικά. Επόμενη στάση Αττική. Σηκώνομαι, πρέπει να κατέβω.
-Κάπου εδώ πρέπει να σ' αφήσω μάλλον... Κατεβαίνω. με τόνο λυπημένο
-Μμμ... Ναι, οκ, καληνύχτα. ... Χάρηκα! κάπως επιτηδευμένα ατάραχα
-Κι εγώ! ... 
Ανοίγει η πόρτα. Αττική.
-Έχεις facebook? γυρίζει πίσω απότομα
Εεε παιδιά, να περάσω! Εγώ θα κατέβω...
-Έχω facebook, ναι! με ανακούφιση Μπορείς να με ψάξεις αν θες... Είμαι ο ...
Δεν άκουσα παρακάτω, αλλά ξέρω ότι ο νεαρός δεν κατέβηκε Αττική. Κι αυτή ίσως ήταν η αρχή μιας σχέσης. Ενός φλερτ, στο οποίο ο καθένας εκδηλώνεται με αλλεπάλληλα like και χαμογελαστά προσωπάκια. Προτού καν υπάρξει ένα πραγματικό χαμόγελο, αντικριστά, πρόσωπο με πρόσωπο. Μα τι λέω τώρα κι εγώ, σε ποιά δεκαετία νομίζω ότι βρίσκομαι; ...
 

diamond day

Απλώς απολαύστε το βίντεο!


χωρίς αρχή και τέλος...


Είναι μερικά πράγματα που είναι δύσκολο να ειπωθούν, είναι δύσκολο ακόμη και να συνηδειτοποιηθούν. Ο ίδιος ο εαυτός σου αντιδράει στη σκέψη τους, τα αποφεύγει πεισματικά, προσπαθεί να τα προσπεράσει, προσποιείται ότι δεν τον απασχολούν. Όχι εκείνον. Απασχολούν κάποιους άλλους. Πάντα και μόνο κάποιους άλλους. Έρχονται όμως στιγμές που όλα αυτά τα πράγματα γίνονται ένα σφιχτό μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό σου, ένα ηφαίστειο που ετοιμάζεται να εκραγεί θεαματικά. Καυτή λάβα διαρρέει σιγά σιγά, προειδοποιητικά, και σε ακινητοποιεί. Είναι μάλλον ώρα να αντιμετωπίσεις αυτό που φοβάσαι, να το πλησιάσεις, να το κατανοήσεις. Να το αγαπήσεις, εν τέλει, γιατί είναι κομμάτι σου. Να σκύψεις και να του μιλήσεις, να το κοιτάξεις στα μάτια, όπως θα έκανες με ένα οργισμένο παιδάκι που πετάει πέτρες και ουρλιάζει για προσοχή. Μερικές φορές έχεις την τύχη να διαπιστώσεις ότι είναι κι άλλοι που φοβούνται το ίδιο όπως εσύ, ή τουλάχιστον, κινούνται σε παράλληλες τροχιές φόβων και ανασφαλειών. Μια τέτοια τύχη είχα σήμερα, μετά από ένα βασανιστικά ανήσυχο και ηλιόλουστο σαββατοκύριακο. Ορίστε λοιπόν μερικές από τις κυριακάτικες συζητήσεις χωρίς αρχή και τέλος...

Μεγαλώνεις. Αλλάζεις. Συναντιέσαι με άλλους. Σχετίζεσαι μαζί τους. Αλλάζουν κι αυτοί. Μετράς ανθρώπους που μπαίνουν στη ζωή σου. Μετράς ανθρώπους που φεύγουν από τη ζωή σου. Και φοβάσαι τη μέρα που οι τελευταίοι θα αρχίσουν να γίνονται περισσότεροι από τους πρώτους. Αναρωτιέσαι γιατί υπάρχουν παλιοί φίλοι που δεν παίρνεις τηλέφωνο από φόβο μήπως είναι πια κάποιοι άλλοι από αυτούς που ήξερες, μήπως δεν έχεις πια την ίδια σχέση μαζί τους όπως και πρώτα. Φοβάσαι να εκτεθείς, φοβάσαι μήπως κάποτε φοβηθείς. Αλλά η κάθε μέρα είναι μοναδική, περνάει και χάνεται, σαν αφρός από κύμα σε καλοκαιρινή ακρογιαλιά. Ναι, θα ήταν όλα απλούστερα αν ήμασταν όλοι ειλικρινείς, απλοί και ξεκάθαροι με τις επιθυμίες μας, αν ήμασταν όλοι θετικοί απέναντι στον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας, αν δε φοβόμασταν. Δεν είμαστε όμως, και ούτε θα γίνουμε ποτέ. Κάποιος λόγος θα υπάρχει και γι' αυτό.  

Δεν μπορείς να ξαναφτιάξεις την πραγματικότητα. Δέξου την όπως έρχεται. Μην υποχωρείς και δέξου την όπως έρχεται. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. (Filip Roth, Καθένας, σ.95)

Κι αν η πραγματικότητα είναι παράξενη, ακατανόητη ή δύσκολη κάποιες φορές, είναι ακριβώς γιατί έτσι πρέπει. Γιατί μέσα από την απώλεια, ίσως και μέσα από το φόβο της απώλειας, συνηδειτοποιείς τη σημασία των όσων έχεις, έστω και προσωρινά. Κι έτσι, για λίγο, για μια στιγμή, ξεφεύγεις από την καθημερινότητα και πας λίγο πιο πάνω, βλέπεις λίγο πιο ξεκάθαρα. Και χαμογελάς.

Ο Μάρκο μπάινει σε μια πόλη΄ βλέπει κάποιον σε μια πλατεία να ζει μια ζωή ή μια στιγμή που θα μπορούσαν να είναι δικές του΄ στη θέση εκείνου του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι ο ίδιος, αν είχε σταματήσει το χρόνο πολύ καιρό πριν, ή αν πολύ καιρό πριν, σε μια διασταύρωση, αντί να πάρει τον ένα δρόμο είχε πάρει τον αντίθετο και μετά από ένα μεγάλο γύρο βρισκόταν στη θέση εκείνου του ανθρώπου σ' εκείνη την πλατεία. Τώρα πια, από εκείνο το αληθινό ή υποθετικό του παρελθόν, ο ίδιος είναι αποκλεισμένος΄ δεν μπορεί να σταματήσει΄ πρέπει να συνεχίσει μέχρι να φτάσει σε μια άλλη πόλη όπου τον περιμένει ένα άλλο παρελθόν του, ή κάτι που ίσως να ήταν ένα πιθανό του μέλλον και τώρα είναι το παρόν κάποιου άλλου. Ένα απραγματοποίητο μέλλον είναι μονάχα ένα κλαδί του παρελθόντος: ένα ξερό κλαδί.
«Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου;» ήταν στο σημείο εκείνο η ερώτηση του Χαν, ερώτηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: «Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς το μέλλον σου;»
Και η απάντηση του Μάρκο: «Το αλλού είναι ένας αντίστροφος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που ποτέ δεν είχε και που ποτέ δε θα έχει.» 
(Italo Calvino, Οι αόρατες πόλεις, σ. 49)

Μ' αυτήν την (κατά βάθος) ανοιξιάτικη σκέψη, καλή βδομάδα!

[σημείωση: σχετικά με το βιβλίο αυτό του Filip Roth, ήταν αυτό το εξαιρετικό κείμενο (στα πορτογαλικά) που με έκανε να θέλω το διαβάσω...]

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

διαπίστωση...

Τελικά αν η μέρα είναι να πάει καλά θα πάει. Όσο κι αν σε ταλαιπωρήσει στο δρόμο.