Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

διαδικασία κατασκευής αναμνήσεων

στη φίλη μου, με την ελπίδα να αρχίσει πάλι να καταγράφει στιγμές...

Η ζωή του σήμερα είναι οι αναμνήσεις του αύριο. Τουλάχιστον κάποια κομμάτια της ζωής έχουν την τιμή να γίνουν αναμνήσεις. Να περάσουν μερικά στρώματα συσσωρευμένων γεγονότων και να βγουν στην επιφάνεια.
Συχνά, τις θέλεις αυτές τις αναμνήσεις. Τις αναζητάς ανάμεσα σε χιλιάδες ανυποψίαστα μικροπράγματα της καθημερινής τρέλας. Συχνά, επιχειρείς να τις κατασκευάσεις. Όχι να τις ανασκευάσεις, αλλά να τις κατασκευάσεις, για σένα ή για τους άλλους. Τη στιγμή που συμβαίνει ένα γεγονός, με ψυχρή σχεδόν νηφαλιότητα (ή τυφλωμένο συναισθηματισμό) αναλαμβάνεις την πρωτοβουλία να το κάνεις σημαντικό. Να το χαράξεις απαλά και ύπουλα στη μνήμη. Έχεις αγωνία να μη μείνει ξεχασμένο. Και αναλαμβάνεις αυτό που συνήθως ο χρόνος κάνει από μόνος του, ήρεμα όπως μόνο εκείνος ξέρει. Μα τί αλαζονεία!
Κι όμως, είναι μάλλον αυτός ο μοναδικός σου τρόπος να αντιδράσεις απέναντι στην ισοπεδωτική ηρεμία του ευγενούς χρόνου. Αν δεχτούμε ότι είσαι μια συνάρτηση που μεταβάλλεται (και) με το χρόνο, τότε οι αναμνήσεις σου έχουν αξία μόνο ως προβολές του σημερινού σου εαυτού πάνω σ' αυτούς που προϋπήρξαν. Δεν έχουν αξία ως σύμβολα των προηγούμενων εαυτών σου, γιατί δεν επιλέχτηκαν από αυτούς και είναι πια όλα τόσο θαμπά που δεν ξέρεις με βεβαιότητα τί πραγματικά ήσουν και τί θυμάσαι πως ήσουν.
Έτσι, προσπαθείς να κατασκευάσεις σήμερα τις αναμνήσεις του αύριο. Να σταματήσεις για λίγο, προσπαθώντας δειλά να ανακτήσεις τον έλεγχο. Να τοποθετήσεις δωράκια μέσα σε κρυφά συρταράκια του μυαλού που θα ανοίξουν απρόοπτα την κατάλληλη στιγμή. Επιτηδευμένη κατασκευή, χωρίς αμφιβολία.



φανταστικές ιστορίες | γυάλινη


Ήταν μόνη. Μόνη κι ελεύθερη. Ήταν πρωί κι ο κόσμος δικός της. Η μέρα δική της. Είχε διάθεση για κάτι διαφορετικό, κάτι συναρπαστικά διαφορετικό. Και γυάλινο.
Πήγε στη λαϊκή για τα ψώνια της εβδομάδας, τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα σπουδαίο. Ήταν όμως πρωί, ο δρόμος σκιερός, ο κόσμος λιγοστός. Καροτσάκια με μεταλλικές ξεχαρβαλωμένες ρόδες και συρμάτινη πλέξη που τα έσερναν γιαγιάδες ή αγχωμένες νοικοκυρές. Ανέμελοι αργόσυρτοι παπούδες κοιτούσαν τα μοσχομυριστά ροδάκινα, επιστρέφοντας από το ΙΚΑ, με τη σακούλα του φαρμακείου στο χέρι. Ήταν μόνη, η νεανική της φρεσκάδα ξεχώριζε τώρα πολύ έντονα. Κι εκείνος ο κόσμος που ήταν δικός της πρέπει να καθρεφτιζόταν στην αύρα της, στα γρήγορα βήματά της, στα διερευνητικά βλέμματα που έριχνε στους πάγκους. Δεν περνούσε απαρατήρητη, όχι.
Anja, σκέφτηκε. Έγινε η Anja από τη Δανία. Από τη Δανία γιατί είναι μάλλον απίθανο κάποιος τριγύρω να μιλάει δανέζικα. Από τη Δανία γιατί ακούγεται συναρπαστικά παγωμένο, απόμακρο. Ξεκίνησε να ψωνίζει μιλώντας σε εύθραυστα αγγλικά, όπως θα άρμοζε στη συνεσταλμένη μα σίγουρη Anja. Φόρεσε το πιο λαμπερό αμήχανό της χαμόγελο και συνέχισε να κοιτάει με συγκαταβατική αδιαφορία τα λαχανικά και τα φρούτα. Ήταν μόνη και ο κόσμος στα πόδια της.
Τώρα μπορούσε να ακούει από όλους για το ωραίο της χαμόγελο, να χαίρεται κρυφά και να προσποιείται αθώα πως δεν καταλαβαίνει. Είχε γίνει γυάλινη. Και ένιωθε πολύτιμη.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

τότε, που οι γεύσεις είναι απλές.

Ντομάτα που μυρίζει ντομάτα καλά αλατισμένη, με φρέσκο τυρί φέτα νεογαλ, ρίγανη και λίγο λάδι. Δροσιστικό τζατζίκι χωρίς σκόρδο με νοστιμότατο γιαούρτι και χοντροκομμένο μοσχομυριστό τραγανό αγγουράκι. Βελούδινο. Κεφτεδάκια της μαμάς με μπόλικο δυόσμο και μαϊντανό ψιλοκομμένο, τόσο που να πρασινίζουν αισθητά μόλις τους κόψεις μια χορταστική δαγκωνιά. Φρέσκο ζυμωτό ψωμάκι που βουτάει ανελέητα στη ζουμερή ντομάτα και γίνεται κατακόκκινα ευχαριστημένο. Ώριμο βαθιά πορτοκαλί ροδάκινο στα χέρια, με τα ζουμιά να τρέχουν ανάμεσα από τα δάχτυλα σε κάθε σου μπουκιά. Καρπούζι φέτα στο χέρι, με πολλά κουκούτσια και κρατσανιστή φούξια σάρκα. Και σύκα, φρέσκα από τη συκιά με τη γνωστή ιστορία, μαλακά και γλυκά όσο πρέπει, απαλά, με υπέροχα σποράκια.

Τότε, που οι γεύσεις είναι απλές, μυρίζει καλοκαίρι. Υγιές, αγνό, υπέροχο καλοκαίρι. Τότε, που ο ουρανίσκος σου ευτυχεί με λίγες νοστιμιές και το στομάχι σου γεμίζει με όμορφα φιλικά φαγητά, μυρίζει καλοκαιρινή ευτυχία. Και πληρότητα. Χωρίς παγωτά, χωρίς μοχίτο.


 
[κλισέ, το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ]


Αν έχεις τώρα και μια αιώρα να ξαπλώσεις, ένα ζευγάρι χείλη να φιλήσεις κι ένα δειλό αεράκι να δροσιστείς, μη φύγεις ποτέ. Απλώς σταμάτα το χρόνο.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

άτιτλο

Υπάρχουν πράγματα που σε κάνουν να ψηλώνεις. Να αδυνατίζεις, να ομορφαίνεις, να ελαφραίνεις σαν αέρας. Να πατάς απαλά, σίγουρα και ελάχιστα. Να τεντώνεσαι ανεπαίσθητα μα να μακραίνεις τόσο ώστε να φτάνεις ως την πανσέληνο. Έστω και στιγμιαία.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

οι παλιές φωτογραφίες

Είναι κρυμμένες, σ' ένα κουτί, σε μια ντουλάπα, στο πατάρι, πίσω από μερικά βιβλία. Δε θα τις βρεις ανάμεσα σ' αυτές που χαρωπά παρελαύνουν από την οθόνη του υπολογιστή σου κάθε μερικά δευτερόλεπτα. Όχι, όχι, οι παλιές φωτογραφίες είναι ζόρικες. Πρέπει εσύ να κάνεις τον κόπο να τις ανακαλύψεις. Πρέπει να θέλεις να τις θυμηθείς. Πρέπει να ψάξεις με αγάπη. Κι εκείνες, με την ίδια αγάπη θα σου δοθούν.

Είναι εκεί μέσα όλη σου η ιστορία, θυμάσαι; Σκηνές από τη ζωή σου. Αυτό το ανθρωπάκι είσαι εσύ. Σε δεκάδες παραλλαγές, μα πάντα εσύ. Στιγμές και συναισθήματα θαμμένα στο χρόνο. Ένας σωρός γνώριμων καταστάσεων παγωμένων στη στιγμή του κλικ. Ένα χαμόγελο, ένα ρούχο, ένα κοχύλι, ένα καπέλο, ενα λασπωμένο μποτάκι, ένας μορφασμός. Οικεία κλικ. Μερικές φορές όχι και τόσο. Άγνωστο περιβάλλον, άγνωστοι κόσμοι, άγνωστες συναντήσεις. Μα, υπήρξες όντως εκεί; Εικασίες, φανταστικό σενάριο και ξεκινάς. Η κατασκευή του εαυτού σου ξεκινάει. Μα, φυσικά και θυμάσαι...
Ιστορία σου σημαίνει αφότου είχες γεννηθεί; Ίσως και όχι. Είναι κάτι κλικ ιδιόρρυθμα, που εικονογραφούν μυθικές διηγήσεις για αφρώδη αόριστα περασμένα χρόνια. Βλέμματα αναγνωρίσιμα, μα ανοίκεια. Χειρονομίες χαρακτηριστικές, στην παιδική τους, ατελειοποίητη έκφανση. Χωρίς ρυτίδες, χωρίς την ωριμότητα και την ανησυχία που προστέθηκε με το χρόνο. Εκεί, στην προϊστορία σου, βλέπεις ίσως να σκιαγραφείται αχνά σαν υδατογραφία το παρόν σου. Βλέπεις ίσως να καθρεφτίζεται ανεπαίσθητα το μέλλον σου σ' εκείνα τα βλέμματα που τόσο μακρινά και τόσο παράξενα σου φαίνονται.
Στις παλιές φωτογραφίες θα βρεις εξηγήσεις, ερμηνείες, αφορμές και αιτίες. Αν ψάξεις προσεκτικά μπορεί και να νιώσεις λίγο τη χαρά του αρχαιολόγου, και ταυτόχρονα τη νοσταλγία του και τη θλίψη του. Νοσταλγία για όλα τα πιθανά μέλλοντα που καθρεφτίστηκαν κάποτε μα τώρα μένουν ξεκρέμαστα σαν απραγματοποίητες εκδοχές του παρελθόντος.


Είναι όμως Αύγουστος με δροσιά και βροχή και τα πεφταστέρια τις νύχτες δεν μπορούν παρά να σε κάνουν να μειδιάσεις ελαφρά. Ακόμα κι εσένα που τα κοιτάζεις απόμακρα με ύφος απλανές, σαν αυτό που αναγνωρίζεις στις παλιές φωτογραφίες....