Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

φωτάκια

ιδέα τρόπον τινά κλεμμένη από την pepperann 

Φωτάκια. Πολύχρωμα, ατμοσφαιρικά φωτάκια. Αναβοσβήνουν, τρεμοπαίζουν και χάνονται. Όπως στις ταινίες, εκείνες τις ρομαντικές ονειροπόλες τρυφερές, με τους μεγάλους έρωτες, τις ζωές που αλλάζουν μέσα σε μια στιγμή, τη δυστυχία και τη θλίψη όλου του κόσμου μπροστά στα μάτια σου, τις ζεστές αγκαλιές και τα χαμόγελα. Χαμόγελα συγκαταβατικά, φοβισμένα, γεμάτα πόνο. Χαμόγελα αληθινά, που προσπαθούν να φανούν δυνατά, να μη λυγίσουν, να κρατήσουν λίγη από τη λάμψη τους. Με μια βαθιά, θολή και βραχνή νότα σισιοδοξίας. 
Έξω κάνει κρύο, μέσα κάνει κρύο, και τα φωτάκια απλώνονται μαγικά σαν αντίδοτο. Προσπαθούν να ξεγελάσουν τη θλίψη σου. Της χαρίζουν κοσμοπολίτικο αέρα φαντασμαγορίας, τη ζεσταίνουν. Την κάνουν να μοιάζει με σπίτι φιλόξενο. Είναι στη μελαγχολία που κατοικείς, με φωτάκια ή χωρίς.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

φανταστικές ιστορίες | περιτύλιγμα


Ξεκίνησε το ταξίδι του τυλιγμένος σφιχτά σε στρώσεις εαυτών, κουβαλώντας εικόνες για να προβάλλει, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε πιθανή περίπτωση. Ένιωθε προστατευμένος, ασφυκτικά κουκκουλωμένος σε έναν κατασκευασμένο μικρόκοσμο, μα προστατευμένος. Κινήσεις μηχανικές, φαινομενικά εξωστρεφείς, σίγουρες, άνετες και ήρεμες. Καθημερινές αντιδράσεις, απλές.
Όλα του έμοιαζαν απλά. Όλα του έμοιαζαν εύκολα. Κι έτσι συνέχιζε το ταξίδι του, περνώντας μέσα από χώρες άγνωστες, άγνωστος κι εκείνος μεταξύ αγνώστων που έκαναν πως γνωρίζονταν. Συνέχιζε το ταξίδι του, κρατώντας γερά το πανωφόρι του κεντημένο από στρώσεις εαυτών, λες και φυσούσε κάποιος μανιακός άνεμος που ετοιμαζόταν να του το ξεσκίσει.
Ώσπου... Ώσπου μια μέρα έφτασε σε μια χώρα ολωσδιόλου παράξενη. Ήταν εντελώς άγνωστη, μακρινή και αλλιώτικη αλλά υπήρχαν στιγμές που έμοιαζε απροσδόκητα οικεία. Άλλοτε έκανε αφάνταστη ζέστη, τόση ώστε εκείνος ο τυλιγμένος ταξιδιώτης να θέλει να απαλλαγεί από τις στρώσεις που φορούσε. Άλλοτε η χώρα αυτή γινόταν τόπος άγριος, και τον ξεγύμνωνε ξαφνικά χωρίς έλεος. Σαν να εισχωρούσε μέσα του με βία. Ξαφνικά, τίποτα πια δεν ήταν απλό.
Προσπάθησε να φύγει, μα δεν τα κατάφερε. Δεν έβρισκε τον τρόπο να φύγει μακριά, μια δύναμη ανεξήγητη τον τραβούσε και πάλι πίσω. Κάθε μέρα έχανε κι από μια στρώση. Κάθε μέρα, ένιωθε λιγάκι πιο ελαφρύς. Και φοβισμένος. Και λιγάκι πιο ελεύθερος. Κάποια μέρα, έχασε όλες του τις στρώσεις, ένιωσε γυμνός. Τότε ήταν που μπορούσε πια να φύγει, να συνεχίσει το ταξίδι του.
Κι αν... Κι αν τώρα ισορροπώ σε μια κατάσταση πλασματικής ελευθερίας, πλασματικής γύμνιας; Κι αν... Κι αν το πανωφόρι μου έχει πολλές ακόμη στρώσεις καμουφλαρισμένες έτσι ώστε ούτε κι εγώ να το γνωρίζω; Πότε θα μπορέσω να καταλάβω πού τελειώνει το ταξίδι μου; αναρωτήθηκε, καθώς η κορυφογραμμή της παράξενης χώρας έσβηνε στον ορίζοντα πίσω του.

σιωπή



Έχεις αναρωτηθεί πολλές φορές τί σημαίνει η σιωπή. Η δική σου ή των άλλων. Από πού προέρχεται; Είναι ευτυχία, είναι μελαγχολία, είναι η στιγμή λίγο πριν ξεσπάσεις σε δάκρυα; Είναι η μεταβατική φάση πριν το δημιουργικό οργασμό; Είναι ο βαθύς ύπνος μετά από μια δύσκολη μέρα; Είναι απλώς το προσωρινό τέλος; Είναι το κλείσιμο ενός κυκλου;
Λένε ότι η σιωπή είναι αμήχανη. Όχι πάντα. Είναι όμως αναγκαία. Κάποτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Ή μάλλον, για κάποιους συχνότερα, για άλλους πιο σπάνια. Η σιωπή είναι μια ανάσα. Βαθιά. Από αυτές που εισπνέεις αχόρταγα για να πάρεις κουράγιο. Κάποιες φορές νιώθεις να τρέφεσαι από αυτήν, οπότε κουρνιάζεις στην ασφάλεια της αγκαλιάς της, άλλες νιώθεις να σε πνίγει ανυπόφορα, να σε φυλακίζει, και προσπαθείς να τρέξεις μακριά της, με κραυγές φοβισμένες. Έπειτα, είναι κι εκείνη η σιωπή η πλημμυρισμένη από δράσεις, φωνές και συναισθήματα. Εκείνη η σιωπή που επιβάλλεται γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί κανένας ήχος δεν θα ήταν αρκετός για να την αντικαταστήσει. Στο μυαλό σου τουλάχιστον. Στο συναισθηματικά φορτισμένο εγκέφαλό σου που όλα τα ερμηνεύει κατά βούληση.

Είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα από αυτά ξεχωριστά. Η σιωπή είναι μια μάχη. Βίαιη μάχη. Είναι η φαινόμενη ηρεμία μιας καλά κρυμμένης τρικυμίας. Είναι οι χαμένες ισορροπίες που ψάχνουν στο σκοτάδι να βρουν το δρόμο τους. Συχνά χωρίς επιτυχία. Με τη βεβαιότητα όμως ότι κάποτε θα βγουν στο ξέφωτο που τις περιμένει υπομονετικά.
Με τη  βεβαιότητα ότι κάποτε θα ακουστεί ένας ήχος, ο σωστός ήχος, αυτός που θα ήθελες κατά βάθος να ακουστεί, ακόμη κι αν δεν το ξέρεις.