Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ήρθε, η στιγμή που όλοι περιμένατε!

Είναι κάποια πράγματα στη ζωή, κάποιες στιγμές, που περιμένεις πώς και τί, ανυπομονείς, φαντασιώνεσαι, ονειρεύεσαι, τελειοποιείς ξανά και ξανά. Ίσως και από φόβο, από δέος για το πρωτόγνωρο, το άγνωστο. Όπως η στιγμή που θα μείνεις μόνος σου, όπως η μέρα που θα περάσεις στο πανεπιστήμιο, όπως η πρώτη σου φορά, όπως το πρώτο σου μεγάλο ταξίδι, όπως όταν θα κάνεις παιδί, όπως η μέρα της αποφοίτησής. Όπως τώρα.
Είναι που τις έχεις ζήσει τόσο πολύ, ξανά και ξανά στο μυαλό σου αυτές τις μέρες, που θα 'θελες να είναι λίγο μεγαλύτερες. Είναι που σου φάνηκαν τόσο πολλές, τόσο μεγάλες οι εκδοχές, που θα 'θελες τώρα να ήταν όλα λίγο πιο σύνθετα. Μα πάνω απ' όλα είναι που πίστεψες ότι οι μεγάλες στιγμές κυλάνε διαφορετικά. Είναι που νόμισες ότι όλα θα γίνονταν τελετουργικά, αργά, φωτεινά και κινηματογραφημένα, μ' εσένα να παρακολουθείς από μια άκρη, νηφάλια και χαμογελαστά.
Κι όμως, όχι. Όλες οι μέρες είναι ίδιες. Κι εσύ είσαι πάντα μέσα στο πλάνο, ποτέ στη θέση του σκηνοθέτη, ούτε καν στου θεατή. Κι ο χρόνος, κι ο χώρος, είναι μικρός, και δε σε χωράει. Δε χωράει τις φαντασιώσεις σου. Και δε συγχωρεί, ούτε αφήνει περιθώρια για επανεγγραφές. Απλώς υπάρχει, απλώς περνάει, αμείλικτα. Αμείλικτα γρήγορα. Και ψάχνεις να βρεις το pause, για να απολαύσεις τη στιγμή, μα έχεις χάσει το κοντρόλ. Και όλα απλώς συμβαίνουν, κι εσύ απλώς συμμετέχεις, δε σταματάς, τρέχεις, μόνο μπροστά.

Και φοβάσαι πως σε λίγο όλα θα έχουν γίνει αφρός στη μνήμη. Και τα "θα" του παρελθόντος θα έχουν μετατραπεί σε "αν". Χωρίς να το έχεις καταλάβει, τα όνειρα θα έχουν γίνει νοσταλγικές αναπολήσεις.


Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

στο βάθος θάλασσα

ή αλλιώς, θα πάρω τα βουνά

Με χιονόνερο, δυνατό δυνατό αέρα και κρύο που να κάνει τα χείλη σου να μουδιάζουν, μια βόλτα πολύωρη στα βουνά της πρωτεύουσας είναι ό,τι πρέπει. Περπατώντας, εννοείται. Με καλή παρέα και υπέροχη διάθεση, η γρίπη της επόμενης μέρας είναι δεδομένο που διόλου δε σε απασχολεί. 

Ναι, είναι αλήθεια, το κρύο αναζωογονεί και τονώνει το δέρμα. Είναι αλήθεια, ο παγωμένος αέρας που διαπερνάει το μυαλό σου, το λαιμό σου, τα ρουθούνια σου, σε κάνει να ξυπνήσεις. Να ξυπνήσεις, να αναρωτηθείς και να αποφασίσεις, να εκτιμήσεις, να γελάσεις και να κλάψεις. Κι όταν πια, εκεί στην κορυφή, οι ηλιαχτίδες βρίσκουν το δρόμο τους ανάμεσα απ' τα σύννεφα και φτάνουν στο κατεψυγμένο σου κορμί, κι εκείνη την ώρα, στο βάθος, πάνω από την άσχημη ατελείωτη πόλη, βλέπεις λίγη ομιχλώδη θάλασσα, τα καραβάκια που ακόμα εκεί, ταξιδεύουν σε πείσμα των καιρών, σου στέλνουν μια αχτίδα ευτυχίας, μια στιγμιαία λάμψη.


Ναι, θα πάρω τα βουνά. Και αν θέλεις, θα κοιτάξουμε μαζί το ηλιοβασίλεμα, μέχρι τη θάλασσα.