Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

λέξεις

Γράφετε πολύ όμορφα.
Δε νομίζετε πως είναι κάπως αδιάκριτο να κοιτάτε τα γραπτά των άλλων;
Ίσως. Αλλά και πάλι, δε νομίζετε πως είναι κάπως προκλητικό να γράφετε με τόση θέρμη μπροστά σε κόσμο;




Σκούπισε το δάκρυ που έτρεχε από το μάγουλό της, βιαστικά, και γύρισε προς το μέρος του. Τόση ώρα δίπλα της και δεν του είχε ρίξει ένα βλέμμα. Αφράτα, φουσκωτά, πάλλευκα συννεφάκια περνούσαν έξω απ' το παράθυρο. Στη θέα τους, χιλιάδες μελαγχολικές σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό της. Για να τις αποφύγει είχε ξεκινήσει να γράφει, ήθελε να ξεχαστεί, να βουλιάξει σε μια άλλη ιστορία. Έγραφε, μα κάθε τόσο μια τόση δα στενοχώρια της ανέβαινε στα χείλη, να φωνάξει δεν μπορούσε, κι απέστρεφε το βλέμμα. Μακριά, στον ορίζοντα. Πίσω στα λευκά της συννεφάκια, χανόταν στην απέραντη αθωότητά τους. Κι ένα δάκρυ κυλούσε αργά στο χλωμό της μάγουλο.
Εκείνος χαμογέλασε. Ήταν καθαρός, απλός και ήρεμος. Μια μικρή ρυτίδα φώτισε το πρόσωπό του, εκεί, ακριβώς κάτω από το αριστερό του μάτι.
Σκέφτηκε πως κι εκείνη κρυφοκοίταζε συχνά τα βιβλία των διπλανών της. Διάβαζε πάνω πάνω το συγγραφέα, τον τίτλο, κι έπειτα δύο αράδες από την ανοιχτή σελίδα. Της άρεσε να παρατηρεί σχολαστικά το πρόσωπο, τα χέρια, τα ρούχα, την έκφραση. Της άρεσε να συνδυάζει τον άνθρωπο με το βιβλίο του, κι έπειτα να φαντασιώνεται το περιεχόμενο του βιβλίου και το περιεχόμενο της ζωής του. Να κάνει υποθέσεις.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα υγιούς σιωπής, εκείνος την περιεργαζόταν ακόμη. Τα χέρια της, τη μελαγχολία στις πυκνές της βλεφαρίδες, τα αθώα της συννεφάκια. Προσπαθούσε να την αποδομήσει, να την καταλάβει και να την ανασυνθέσει.
 
Γυρίζω πίσω., του είπε σχεδόν αδιάφορα, και συνέχισε να βουλιάζει στα λευκά της σύννεφα.
Ένα χαμόγελο έλαμψε ξανά στο πρόσωπό του. Σχεδόν αδιάφορα, βάλθηκε να παρατηρεί τα σχήματα που έφτιαχνε το γάλα καθώς βυθιζόταν στο ζεστό, μουντό καφέ του. Με την άκρη του ματιού του, οραματιζόταν πως της έκλεβε το τετράδιο. Να της κλέψει τις λέξεις, αυτό ήθελε.
Όλα θα γίνουν, απλά και ήρεμα, σκέφτηκε.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

το κακοψημένο ραβανί και ο φαντασιακός μουσακάς


O Λύκος προσπαθεί να μετατρέψει την κουζίνα του στρατού σε ζαχαροπλαστικό εργαστήρι (στρατιωτικής) πειθαρχίας. Γιες Γιου Κεν! Αυτό είναι το σύνθημα. Ραβανί; Ραβανί. Για πόσους; Για όλο το λόχο; Μια χαρά, θα το κανονίσουμε κι αυτό. Με τις μπάντες, με τα μπούνια, ορμάμε και θα κατακτήσουμε τον κόσμο! Τι; Πώς; Δεν πάμε από εκεί; Από την άλλη είναι; 
Μερικές γάζες και δύο ράμματα μετά, ο Λύκος τοποθετεί όλο περηφάνια το σημαιάκι του στην κορυφή του βουνού Μαγειρλάια, και αγναντεύει την επόμενη κορυφή. Βάζω στοίχημα ότι η επόμενη λιχουδιά ήταν μουσακάς για όλο το στράτευμα. Ασφαλώς, με τις μελιτζάνες τηγανισμένες μία προς μία, όλο προσοχή και καμάρι. Κι αν έπεσε μέσα στο καζάνι με την μπεσαμέλ προσπαθώντας να την ανακατώσει με το αυτοσχέδιο υπερμέγεθες χτυπητήρι, δεν πειράζει. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός για να δοκιμάσει τις ιδιότητες του μίγματος, άνωση, τριβή, ευκολία ροής... Και στη συνέχεια πρόσθεσε άλλο ένα σημαιάκι, στο Όρος Μουσάκειον.
Εκεί πιστεύω πως είναι που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο Όρος Μουσάκειον, χαμένη ανάμεσα σε βελούδινες γλυκόπικρες πεδιάδες χρώματος μελιτζανί, τραγανά πεδία χρυσαφένιας απόλαυσης και σωρούς από μικρά βραχάκια τυλιγμένα σε κατακόκκινη ηφαιστειακή λάβα και διανθισμένα με καταπράσινα ευωδιαστά μπουκετάκια μαϊντανού, περιμένοντας την απαλή χιονοστιβάδα που τυλίγει τα πάντα στο πέρασμά της, σε ένα γλυκό, απολαυστικά παχύ, στρώμα παιδικότητας. Ίσως και να μην πρόσεξα το Λύκο που τοποθετούσε αποφασιστικά το σημαιάκι του κατακτητή στο Όρος Μουσάκειον, παραδομένη καθώς ήμουν στις απέραντες ομορφιές του τοπίου, όμως είμαι σχεδόν σίγουρη ότι πέρασε από εκεί.
Στο Όρος Μουσάκειον επιστρέφω συχνά, είναι το καταφύγιό μου. Είναι το απόλυτο σύμβολο του κυριακάτικου φαγητού, που μυρίζει οικογένεια, θαλπωρή, ζεστασιά και παρηγορητική τρυφερότητα. Τόσο απλό, τόσο παιδικό, τόσο συμπυκνωμένο, γεμάτο ομορφιές και αρώματα και χρώματα, το Όρος Μουσάκειον είναι αναμφίβολα το καλύτερο μέρος που μπορεί να ζει κανείς.
Σχεδιάζω να επισκεφτώ ξανά το Όρος Μουσάκειον. Ή μάλλον όχι να το επισκεφτώ, να το αναδημιουργήσω. Κομματάκι κομματάκι, σταγόνα σταγόνα, ανακατεύοντας και χτυπώντας απολαυστικά την άσπρη χιονοστιβάδα, φυτεύοντας τα πράσινα ματσάκια, στρώνοντας ένα ένα τα καφετιά βραχάκια, ξεδιπλώνοντας τις πεδιάδες, γυαλίζοντας με λάδι τα τραγανά πεδία, περιχύνοντας με καυτή λάβα τα πάντα.
Το πότε είναι άγνωστο, μα δεν αργεί, δεν αργεί.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

παράνοια



Κατέβα! είπε ο οδηγός με τόνο επιτακτικό. Κατέβα τώρα αμέσως!
Εκνευρισμένος μέσα στο καλοκαιρινό σούρουπο του φθινοπώρου, ο οδηγός συνέχισε να μουρμουρίζει, στη γλώσσα των δυσάρεστων δυσανασχετημένων μουρτζούφληδων ανθρώπων που δεν ξέρουν τι τους φταίει. Που νομίζουν ότι όλα τους φταίνε, όλα μα όλα, κι είναι τόσο κρίμα που βρίσκονται στην κόλαση της πραγματικότητας ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται σε έναν παράδεισο ευταξίας, ευνομίας και ευημερίας.
Τα χοντρά του, νευρικά και αγύμναστα, δάχτυλα πλησίασαν με νεύρο και πάτησαν σαστισμένα το κόκκινο κουμπί, με μανία, σαν να έλιωναν μια σιχαμερή κατσαρίδα. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση απέχθειας και υπεροψίας, ενώ τα κουμπιά του γαλάζιου πουκαμίσου του αντιστέκονταν μετά βίας στις πιέσεις του υπερταϊσμένου στομαχιού του. Νομίζω πως ανυπομονούσε να φτάσει στο σπίτι, να ανοίξει ένα κουτί μπίρα και να χυθεί στον καναπέ, με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι και ένα κομματι πίτσα στο χέρι, εν αναμονή του ματς.
Δεν ξέρω αν είχε ματς σήμερα. Κι αν δεν είχε όμως, δεν πειράζει. Το ματς θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τις ειδήσεις, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην εξέλιξη της σκηνής. Κάτι να κινείται, κάτι να ακούγεται, κάτι. Κάτι να υπάρχει, κι από μέσα να σβήνουν οι ήχοι ενός νοικοκυριού. Το πλυντήριο πιάτων, ο απορροφητήρας, λίγες φωνές στο μισοσκόταδο, τα παιδιά που ετοιμάζονται για την έξοδο της Παρασκευής. Μια διάχυτη ακαταστασία. Τα ρούχα πεταμένα στο σαλόνι, απομεινάρια μιας μέρας δυσάρεστης, λυπημένα κουρέλια. Και ένα πιάτο με το μισοφαγωμένο γλυκό να στέκει ξεχασμένο στον πάγκο της κουζίνας.
Ο οδηγός κορνάρει, κορνάρει και φρενάρει απότομα. Φωνάζει ξανά, βγάζει το χέρι από το παράθυρο και χειρονομεί βρίζοντας αθυρόστομα. Νομίζει πως ήδη είναι στο γήπεδο, μόνο που του λείπει η μπύρα απ' το χέρι και γι' αυτό ανακατεύει τα δάχτυλά του νευρικά, ψάχνει το λεβιέ και αλλάζει ταχύτητα. Άει σιχτίρ! Οι ανυποψίαστοι επιβάτες, ξαφνιασμένοι, προσπαθούν να κρατηθούν. Σαν σαρδέλες τυποποιημένες σε βαζάκι με κενό αέρος, αναπνέουν στιγμιαία ο ένας το άρωμα του άλλου, και επαναφέρονται βίαια σε μια θέση ισορροπίας.
Εκείνος, ατάραχος. Δηλαδή ταραγμένος, αλλά στο δικό του πάντα μήκος κύματος. Αλλάζει συχνότητα στο θόρυβο που ονομάζει ραδιόφωνο μέσα στην κίνηση, και μια παθιασμένη φωνή αναλύει αγανακτισμένη. Το ματς! Α, όχι, είναι πολιτικός σχολιασμός, συγγνώμη, μπερδεύτηκα. Ζοχαδιασμένος, γυρίζει απότομα το τιμόνι λες και βρισκόταν στα συγκρουόμενα του λούνα παρκ. Ένας ποδηλάτης παραπαίει, ξυρίζοντας το πεζοδρόμιο με έναν ελιγμό.
Δίπλα στο νευρικό του μπράτσο, ένα μαύρο, ακριβό κράνος. Όχι ότι ξέρω από κράνη, τα ακριβά πράγματα όμως ξεχωρίζουν εύκολα. Μηχανή, λοιπόν. Στοιχηματίζω κάτι ακριβό και γυαλισμένο, μεγάλου κυβισμού - για να μπορεί να τον σηκώνει, φαντάζομαι. Ακριβό ήταν και το πουκάμισό του, άλλωστε. Ασυνήθιστα ακριβό για οδηγό, ασυνήθιστα καλοσιδερωμένο. Όχι με το μεράκι μιας παραδοσιακής νοικοκυράς που χρησιμοποιεί Μέριτο, επαγγελματικά καλοσιδερωμένο.
Έτσι εξηγούνται πολλά. Ο οδηγός μας δεν είχε πάρει τη θέση επιβάτη, ή κι αν κάποτε την είχε πάρει, είχε φροντίσει να απωθήσει το γεγονός στα ενδότερα δωμάτια της μνήμης και να τριπλοκλειδώσει την πόρτα. Τώρα, από θέση ισχύος, στο ψηλό του κάθισμα με τις αναπαυτικές αναρτήσεις, οχυρωμένος πίσω από το μεγάλο του τιμόνι, επιτελούσε το υψηλό έργο της μεταφοράς ποταπών ανθρωπακίων χωρίς πρόσωπο. Ο οδηγός είναι ανώτερος από τους επιβάτες, μα φυσικά. Καπετάνιος στο υπερωκεάνιό του, που δαμάζει τα αγριεμένα κύματα των λεωφόρων και ανοίγει δρόμους μέσα από επιθετικούς ποδηλάτες και απειλητικούς πεζούς.
Μπορούσε έτσι και φώναζε Κατέβα αμέσως! Γρήγορα, γαμώτι μου, κατέβα! σε όποιον αυθάδη γεράκο προσπαθούσε να γραπωθεί στο χερούλι της πόρτας, καθώς προσγείωνε αβέβαια το πόδι του στη ζούγκλα της ασφάλτου. Κι όσο για τις εναπομείνασες σαρδέλες, καλά θα κάνετε να συμμορφωθείτε, αν θέλετε (κάπως, κάπου) να φτάσετε.
Α! Κι αν έχετε τίποτα όμορφες, ανάλαφρες και νεφελώδεις σκέψεις, κομμένες κι αυτές. Εδώ υπάρχει μόνο θόρυβος, θόρυβος, παράνοια και βαθιά θλίψη.