Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

παράσιτα

Μέσα στο μικρό φαρμακείο, κάτι στην ατμόσφαιρα σε ξενίζει. Κάτι μικρό και υπέροχο, ανοίκειο και οικείο μαζί. Κάτι παράξενο, κάτι μυστηριακό, κάτι απρόσμενο, κάτι... Ο χρόνος κυλάει αργά, και το φως της ημέρας δε φτάνει μέχρι το βάθος της στοάς, που παραμένει δροσερή παρά τους 30 βαθμούς υπό σκιά στο πεζοδρόμιο. 
Ο παπούλης φαρμακοποιός ακούει κλασσική μουσική, νωρίς το πρωί, και όλα είναι γαλήνια. Σαν το πρόσωπό του. Γαλήνια σαν τα γαλάζια μάτια του, δύο λίμνες γεμάτες στεναγμούς και  πόνους και κούραση αρκετών δεκαετιών. Γαλήνια σαν τις κινήσεις του, όταν ψάχνει αργά και διεξοδικά να σου βρει το κατάλληλο κουτί. Ο χρόνος έχει σταματήσει, η κίνηση του δρόμου, οι κόρνες και οι φωνές της λαϊκής έχουν εκτοπιστεί σε ένα σκηνικό ηχητικό βάθος και το άγχος της καθημερινότητας έχει καλυφθεί από αυτήν την ιδιόμορφη αίσθηση που σου κεντρίζει την περιέργεια στο μικρό φαρμακείο.
Και ύστερα παρατηρείς. Ω ναι! Ένα κασετόφωνο. Ένα κασετόφωνο GRUNDIG, μακρουλό, μαύρο, σαν εκείνα των σχολικών αιθουσών. Εκείνα που ήταν βαριά και τα κουβαλούσε η δασκάλα των αγγλικών με κόπο, κουτσαίνοντας και προσπαθώντας να συγκρατήσει στο άλλο χέρι τη στοίβα με τα βιβλία και την τσάντα που από το βάρος ξεγλιστρούσε απ' τον ώμο και έπεφτε ως τον αγκώνα. Ένα πραγματικό κασετόφωνο, χωρίς CD, χωρίς mp3, μα με κεραία. Και τα παράσιτα. Ω ναι! Τα παράσιτα του ραδιοφώνου. Όχι! Τα παράσιτα της παλιάς κασέτας, που ξετυλίγει αργά, αργά την ταινία της, γυρίζοντας πίσω από το διαφανές πορτάκι της. Γαλήνια.
Κάτι στην ατμόσφαιρα του μικρού φαρμακείου σε ξενίζει ευχάριστα. Γνώριμη αίσθηση, γνώριμος ήχος, γνώριμη πολύωρη αναμονή στο ραδιόφωνο, για να ακούσεις, ανάμεσα σε μικρά παράσιτα, τη μουσική που περίμενες. Γνώριμη, μα τόσο μακρινή. Σαν νά 'ταν μνήμη κάποιου άλλου, τοποθετημένη ανάμεσα στις δικές σου.
Στην έξοδο, πίσω στο δρόμο, την κίνηση, τα φρεναρίσματα, τις κόρνες, τα τρόλεϊ που ποτέ δε φτάνουν στην ώρα τους, και τη ζέστη. Στο μυαλό σου, εικόνες από το κασετόφωνο, τραγούδια που κάποτε σιγοτραγουδούσες με το αφτί κολλημένο στο ηχείο, και νύχτες βροχερές γεμάτες παράσιτα, ήχους και στίχους. Ένας κόσμος ξεχασμένος και αναπόφευκτα νεκρός , ζωντάνεψε στιγμιαία μέσα στη φαντασιακή σου μνήμη. Κι έμεινες εκεί, μακριά από θορύβους και κόρνες και φωνές και τσακωμούς.
Έμεινες εκεί, με ένα τραγούδι να στιφογυρίζει στο κασετόφωνο του μυαλού σου. Γαλήνια και πεντακάθαρα. Μόλις γυρίσεις σπίτι, θα ανοίξεις το ραδιόφωνο και θα το περιμένεις. Ή θα βάλεις την κασέτα να παίζει καθώς μαγειρεύεις. Κι έτσι γλυκά, ανάμεσα στα παράσιτα, θα το ερωτευτείς ξανά και ξανά. Καλημέρα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Και ύστερα παρατηρείς."

Aπο κει αρχιζει το γαιτανάκι, και μετα μπαινουν Αγγλικούδες, Grundig, κασσετες, ερωτευσιμα τραγουδια...

Αυτο το να σταματαει καποιος και να παρατηρει ειναι που μας λειπει.. ολοι βουλιαζουν και προχωρανε χωρις να κοιτανε και χωρις ν ακουνε.

Και οι ματιες που παρατηρουνε πλεον ειναι πολυ λιγες και πολυτιμες.

Ευχαριστω

Λυκος