Ακαπούλκο! Ακαπούουουλκο...
Μια φωνή, δυνατή και κοφτή, σε κάνει να διακόψεις απότομα και να σηκώσεις το βλέμμα. Μετά αντιλαμβάνεσαι τη βουή του κόσμου, την οχλαγωγία, το βιαστικό πηγαινέλα που μυρίζει πρώτες ηλιαχτίδες της άνοιξης. Και ήσουν κάπου εκεί, σε μια Αόρατη Πόλη, να περπατάς ανάμεσα σε Πενάτες και Λάρητες. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Κι ο Μάρκο Πόλο αφηγείται στον Κουμπλάι Χαν με νοήματα και νεύματα και χειρονομίες και αντικείμενα που βάζει στη σειρά και με παρτίδες σκάκι, κι εκείνος κάθεται αναπαυτικά σε μεταξωτές κεντημένες μαξιλάρες και καπνίζει τη μεγάλη πίπα του. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Και οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται πάνε κι έρχονται, σταματάνε, πουλάνε και αγοράζουνε. Κι ο ήλιος παίζει κρυφτούλι με τα σύννεφα, κι ο αέρας φυσάει και σου παίρνει τα χαρτιά και ρίχνει τα πλατανόφυλλα πάνω στις τσάντες του μικροπωλητή. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Είναι Πέμπτη μεσημέρι, η πρώτη ηλιόλουστη Πέμπτη του Μάρτη, κι έχει ζέστη εκτυφλωτική, φοράς μια μπλε ζακέτα και καφέ παντελόνι και όλα σου χαμογελάνε κι είσαι ελεύθερη ελεύθερη μέσα στον ήλιο. Ακαπούλκο.
Στην πρώτη σελίδα των Αόρατων Πόλεων, έχεις γραμμένο Ακαπούλκο. Τι χαζή σκέψη, τι χαζή κίνηση, μια ανόητη λέξη σημειωμένη στο βιβλίο. Και ποιος θα θυμάται τι είναι, τι σημαίνει Ακαπούλκο...
Και σήμερα, ανοίγοντας το βιβλίο, διάβασες Ακαπούλκο. Και τα θυμήθηκες όλα. Βγήκαν από το βιβλίο όλο ορμή, λες κι είχες ανοίξει κάποιο μαγικό κουτί με χρόνια παγιδευμένους δαίμονες. Ήταν Πέμπτη μεσημέρι στο κέντρο κι εσύ καθισμένη στο παγκάκι στον πεζόδρομο, σαν ανέμελη τουρίστας στη ζωή, περιπλανιόσουν στις Αόρατες Πόλεις και καταβρόχθιζες σελίδα σελίδα τον Καλβίνο. Ήταν εκεί το Ακαπούλκο, γύρισες το κεφάλι δεξιά και τεντώθηκες λίγο, είδες έναν κύριο εξοργισμένο με ριγέ πουκάμισο, θα φορούσε σακάκι αλλά θυμάσαι μόνο το πουκάμισο, και ούρλιαζε. Ακαπούλκοοο. Μέσα από το εξώφυλλο με το κάστρο, ξεπετάχτηκαν όλα: μυρωδιές και χρώματα λουλουδιών, ήταν ωραία η Αθήνα την άνοιξη κάποτε, ηρεμία και θρόισμα φύλλων και φωνές στο βάθος. Κι ο αυτοκράτορας Κουμπλάι Χαν να καπνίζει ατάραχος την πίπα του και να παρατηρεί τις μνήμες που ανασκεύαζε ακούγοντας ιστορίες για πόλεις μακρινές.
Έχεις πάει στο Ακαπούλκο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ήταν Πέμπτη μεσημέρι και το λιμάνι βρισκόταν ακριβώς από πίσω σου, κι εσύ όλο και άκουγες τους αχθοφόρους να φωνάζουν, μα δεν τους είδες ποτέ.
Μια φωνή, δυνατή και κοφτή, σε κάνει να διακόψεις απότομα και να σηκώσεις το βλέμμα. Μετά αντιλαμβάνεσαι τη βουή του κόσμου, την οχλαγωγία, το βιαστικό πηγαινέλα που μυρίζει πρώτες ηλιαχτίδες της άνοιξης. Και ήσουν κάπου εκεί, σε μια Αόρατη Πόλη, να περπατάς ανάμεσα σε Πενάτες και Λάρητες. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Κι ο Μάρκο Πόλο αφηγείται στον Κουμπλάι Χαν με νοήματα και νεύματα και χειρονομίες και αντικείμενα που βάζει στη σειρά και με παρτίδες σκάκι, κι εκείνος κάθεται αναπαυτικά σε μεταξωτές κεντημένες μαξιλάρες και καπνίζει τη μεγάλη πίπα του. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Και οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται πάνε κι έρχονται, σταματάνε, πουλάνε και αγοράζουνε. Κι ο ήλιος παίζει κρυφτούλι με τα σύννεφα, κι ο αέρας φυσάει και σου παίρνει τα χαρτιά και ρίχνει τα πλατανόφυλλα πάνω στις τσάντες του μικροπωλητή. Αυτό είναι το Ακαπούλκο. Είναι Πέμπτη μεσημέρι, η πρώτη ηλιόλουστη Πέμπτη του Μάρτη, κι έχει ζέστη εκτυφλωτική, φοράς μια μπλε ζακέτα και καφέ παντελόνι και όλα σου χαμογελάνε κι είσαι ελεύθερη ελεύθερη μέσα στον ήλιο. Ακαπούλκο.
Στην πρώτη σελίδα των Αόρατων Πόλεων, έχεις γραμμένο Ακαπούλκο. Τι χαζή σκέψη, τι χαζή κίνηση, μια ανόητη λέξη σημειωμένη στο βιβλίο. Και ποιος θα θυμάται τι είναι, τι σημαίνει Ακαπούλκο...
Και σήμερα, ανοίγοντας το βιβλίο, διάβασες Ακαπούλκο. Και τα θυμήθηκες όλα. Βγήκαν από το βιβλίο όλο ορμή, λες κι είχες ανοίξει κάποιο μαγικό κουτί με χρόνια παγιδευμένους δαίμονες. Ήταν Πέμπτη μεσημέρι στο κέντρο κι εσύ καθισμένη στο παγκάκι στον πεζόδρομο, σαν ανέμελη τουρίστας στη ζωή, περιπλανιόσουν στις Αόρατες Πόλεις και καταβρόχθιζες σελίδα σελίδα τον Καλβίνο. Ήταν εκεί το Ακαπούλκο, γύρισες το κεφάλι δεξιά και τεντώθηκες λίγο, είδες έναν κύριο εξοργισμένο με ριγέ πουκάμισο, θα φορούσε σακάκι αλλά θυμάσαι μόνο το πουκάμισο, και ούρλιαζε. Ακαπούλκοοο. Μέσα από το εξώφυλλο με το κάστρο, ξεπετάχτηκαν όλα: μυρωδιές και χρώματα λουλουδιών, ήταν ωραία η Αθήνα την άνοιξη κάποτε, ηρεμία και θρόισμα φύλλων και φωνές στο βάθος. Κι ο αυτοκράτορας Κουμπλάι Χαν να καπνίζει ατάραχος την πίπα του και να παρατηρεί τις μνήμες που ανασκεύαζε ακούγοντας ιστορίες για πόλεις μακρινές.
Έχεις πάει στο Ακαπούλκο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ήταν Πέμπτη μεσημέρι και το λιμάνι βρισκόταν ακριβώς από πίσω σου, κι εσύ όλο και άκουγες τους αχθοφόρους να φωνάζουν, μα δεν τους είδες ποτέ.