Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

κορνίζες στο κατώφλι

Ωθήσατε, και μια διαγώνια γραμμή, μαύρη πινελιά πάνω στο τζάμι. Της άρεσε πολύ να τρέχει και να ακούει την πόρτα να περιστρέφεται πίσω της, σε γωνία εκατόν ογδόντα μοιρών, λουσμένη στο φως. Λουσμένη στο φως γιατί ο διάδρομος είχε μπαλκόνι. Ναι, μπαλκόνι, όπως τα μπαλκόνια των σπιτιών, γιατί να μην έχει κι ο διάδρομος το μπαλκόνι του; Εξάλλου, από τον ακάλυπτο έμπαινε άπλετο φως, ήταν μεγάλος και ανοιχτός από το νότο. Όμως γι' αυτό θα μιλήσω αργότερα. Κοντοστάθηκε. Το φως περιέγραφε το πλαίσιο της τζαμένιας πόρτας, ξύλινο, καφεκόκκινο, αδρό. Απλό, όμως με βάρος. Με βάρος, όμως η πόρτα δεν ακουμπούσε στο δάπεδο, δε σερνόταν πάνω στο μάρμαρο. Αυτό το ξύλινο πλαίσιο δε θα καταδεχόταν ποτέ να συρθεί, έπρεπε να αιωρείται σε απόσταση ενός εκατοστού. Να αιωρείται, για να μπορεί να υπάρχει. Αναπάντεχη ήταν η θέα εκείνης της πόρτας. Ωθήσατε, αναπάντεχα, και θα κατρακυλήσετε στις αναμνήσεις. Ωθήσατε, αναπάντεχα, και είστε πια σε ένα φωτεινό γνώριμο κόσμο. Η βελέντζα ήταν πορτοκαλί, λουσμένη στον απογευματινό ήλιο. Πορτοκαλί, και της άρεσε να οραματίζεται στρώσεις ατελείωτες από τριμμένο καρότο, αφράτες, φρέσκιες, αρωματικές. Το κείμενο πρέπει να γραφτεί αποσπασματικά, σκέφτηκα. Γιατί οι αναμνήσεις μοιάζουν με χαλάζι όταν αποφασίζουν να μας βρουν έτσι ξαφνικά. Και γιατί μια ζωή δε χωράει στη συνεχή αφήγηση. Μόνο θραύσματα απομένουν, μπορούμε να τα αγγίξουμε επιλεκτικά όπως τα κομμάτια μιας σπασμένης τζαμαρίας σε ένα ερείπιο. Και γιατί είναι τα πόδια μου που κατακερματίζουν την επιφάνεια του δρόμου, είναι τα πόδια μου που δειγματοληπτικά εξετάζουν το χώμα. Ασυνέχειες μέσα στη συνέχεια, την αμείλικτη συνέχεια, την ασταμάτητη συνέχεια. Το μυστικό πέρασμα του δευτέρου ορόφου είχε κάτι το μαγικό. Ήταν σίγουρη πως έκλεινε τα βράδια, ήταν σίγουρη πως κάποιες στιγμές, αν δεν ήταν αρκετά προσεκτική, είχε τη δυνατότητα να την εγκλωβίσει σε μια παράξενη κρυμμένη διάσταση. Αν δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Κι έπειτα, εμφανίζονταν νερά στο μπαλκόνι, ξαφνικά πλημμύριζαν τα παιδικά της δάχτυλα, πλημμύριζαν τα ακαθόριστα αναρίθμητα νησάκια του μαύρου μωσαϊκού. Πόσο όμορφο ήταν το μαύρο μωσαϊκό, πόσο ανακουφιστικά ζεστό το καλοκαίρι. Ήταν επίσης σίγουρη πως το νερό που πλημμύριζε το μπαλκόνι ήταν κάποιο μαγικό φίλτρο, της μάγισσας που είχε μεγάλα γυαλιά και στρογγυλεμένη μύτη, σφιχτά κουμπωμένο το πουκάμισο ως το γιακά και κοκκινωπά μαλλιά, πιασμένα κότσο. Έχω ήδη πει πολλά, μα δεν έχω φτάσει στα κάδρα. Στις κορνίζες. Κάδρα ή κορνίζες, δεν ξέρω να πω με σιγουριά. Με κάδρο την τζαμένια πόρτα και την υπογραφή Ωθήσατε μπόρεσα μόνο να τη δω να κοιτάζει. Στο μπαλκόνι βγήκε ξανά, και ένιωσε το κάγκελο πιο σκουριασμένο, άκουσε μέσα από το χέρι της τη μητρική κραυγή, μη στηρίζεσαι εκεί. Και απέφυγε την τελευταία στιγμή την αναμέτρηση με το σάπιο σίδερο. Δε βρήκε το κουράγιο να σπρώξει την πόρτα όπως τότε, να την ακούσει να ταλαντεύεται ανοιγοκλείνοντας, να νιώσει την απόσβεση, να τη δει να σταματάει ξανά σε θέση αναμονής. Κι ας μη φοβόταν πια τη μάγισσα, που δεν υπάρχει πια. Μέσα από το τζάμι κοίταξε την πόρτα, πιο αδιαπέραστη από ποτέ. Κοίταξε τα προπύλαια, τρεις γλάστρες εκατέρωθεν, με σειρά αυξανόμενου ύψους. Πρέπει να εξηγήσω πως είχε μπει από την άλλη πλευρά της στοάς, πως ανεβαίνοντας τη σκάλα έψαχνε να επαληθεύσει αν ήταν όλα εκεί έτσι όπως τα θυμόταν. Γιατί όπως είπα, ήξερε πως ήταν όλα μαγικά και είχαν τη δυνατότητα να αλλάξουν θέση ανά πάσα στιγμή. Ή μορφή. Ή και τα δύο. Το σκηνικό ήταν δυναμικό. Ο θρόνος ήταν στη θέση του, στρογγυλός, ολοστρόγγυλος. Ήταν επιβλητικός γιατί η έλικα εκτεινόταν καθ' ύψος σχηματίζοντας έναν νοερό κύλινδρο ακριβώς από πάνω του. Σίγουρα θα βρισκόταν εκεί κάποιος αόρατος βασιλιάς. Προσπέρασε, μα συνέχισε με το βλέμμα καρφωμένο καθώς ανέβαινε. Για μια στιγμή δίστασε, ξέχασε τον όροφο του μυστικού περάσματος. Πώς είναι δυνατόν, ήθελα να της πω, μα σύντομα βρέθηκε να χαϊδεύει το σιδερένιο πόμολο του ρόμβου. Και ήξερα τότε πως θα έβρισκε το δρόμο. Ο ρόμβος άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια θέα του ακάλυπτου από χαμηλά. Τα κεραμίδια ήταν τώρα στο ύψος του ματιού της. Έχουν το χρώμα του κρασιού αυτά τα κεραμίδια, πάντα αυτό το χρώμα είχαν. Είδε κάποτε μια τρύπα στα κεραμίδια, από πάνω. Ήταν τη μέρα που την έστειλαν για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Βρήκε έναν πράσινο κουβά στη μέση του διαδρόμου, αδέσποτο ανάμεσα στα τρόφιμα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι τότε που τα σουπερμάρκετ ήταν μικρά, μοναδικά, έφεραν το όνομα του κυρίου Τάκη, που ο αδελφός του ήταν συμμαθητής του μπαμπά και η γυναίκα του δούλευε γραμματέας στον οφθαλμίατρο εκείνον τον ψηλομύτη. Τότε τα σουπερμάρκετ είχαν και κουβάδες στο πάτωμα, όταν έβρεχε. Και μόλις γύρισε σπίτι, ξανακοίταξε την τρύπα στα κεραμίδια. Δεν το ήξερε τότε, μα στον ακάλυπτο εκείνο μάθαινε το χώρο. Πάνω, κάτω, τι σημαίνει ένας όροφος, δύο, τρεις, έχουμε ακόμη δυο σπίτια πάνω από το κεφάλι μας. Στα ακατάστατα τοιχάκια χανόταν σε φανταστικούς κόσμους. Τα μετρούσε, με το σώμα της, σκαρφαλώνοντας νοερά, πηδώντας από μπαλκόνι σε κουβά, γλιστρώντας από τη σφουγγαρίστρα, πέφτοντας από τα δύο μέτρα. Τα απογεύματα που δεν υπήρχαν οι ατελείωτες εκτάσεις αφράτου καρότου, υπήρχε ένα μεγάλο μαξιλάρι στο γυμνό τσιμέντο. Και ένα ζευγάρι πατούσες ξεγλιστρούσαν κάτω από το σιδερένιο κάγκελο, και οι πολύχρωμες σελίδες με τους ήρωες που έβγαζαν άναρθρες κραυγές, ζωντάνευαν στην τσιμεντένια σκηνή. Ήταν λείο το τσιμέντο, μα μέσα του διακρίνονταν τα χαλίκια. Της άρεσε να τα μετράει, από τότε. Και σου είπα ήδη πως είδε κορνίζες εκατέρωθεν της πόρτας, στο κατώφλι, πάνω από τα φυτά. Στάθηκε, συγκράτησε τη στιγμή στον αέρα για μερικά λεπτά. Είναι θαλασσογραφίες, αποφάσισε. Μόνο θαλασσογραφίες θα μπορούσαν να είναι. Ή ίσως σχέδια καραβιών, ιστιοφόρων. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε καν να διασχίσει την πόρτα, και βρέθηκε στο πέλαγος, ρυμουλκώντας με σχοινί το κάθε νησάκι, συναρμολογώντας μια μεγάλη σχεδία. Με τρύπες, όπως τα κεραμίδια. Με τρύπες για να μπορεί να φεύγει και να έρχεται. Την επόμενη φορά ίσως την πείσω να κατέβει στο δωμάτιο των κροκοδείλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: