Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

χωρίς αρχή και τέλος...


Είναι μερικά πράγματα που είναι δύσκολο να ειπωθούν, είναι δύσκολο ακόμη και να συνηδειτοποιηθούν. Ο ίδιος ο εαυτός σου αντιδράει στη σκέψη τους, τα αποφεύγει πεισματικά, προσπαθεί να τα προσπεράσει, προσποιείται ότι δεν τον απασχολούν. Όχι εκείνον. Απασχολούν κάποιους άλλους. Πάντα και μόνο κάποιους άλλους. Έρχονται όμως στιγμές που όλα αυτά τα πράγματα γίνονται ένα σφιχτό μπερδεμένο κουβάρι στο μυαλό σου, ένα ηφαίστειο που ετοιμάζεται να εκραγεί θεαματικά. Καυτή λάβα διαρρέει σιγά σιγά, προειδοποιητικά, και σε ακινητοποιεί. Είναι μάλλον ώρα να αντιμετωπίσεις αυτό που φοβάσαι, να το πλησιάσεις, να το κατανοήσεις. Να το αγαπήσεις, εν τέλει, γιατί είναι κομμάτι σου. Να σκύψεις και να του μιλήσεις, να το κοιτάξεις στα μάτια, όπως θα έκανες με ένα οργισμένο παιδάκι που πετάει πέτρες και ουρλιάζει για προσοχή. Μερικές φορές έχεις την τύχη να διαπιστώσεις ότι είναι κι άλλοι που φοβούνται το ίδιο όπως εσύ, ή τουλάχιστον, κινούνται σε παράλληλες τροχιές φόβων και ανασφαλειών. Μια τέτοια τύχη είχα σήμερα, μετά από ένα βασανιστικά ανήσυχο και ηλιόλουστο σαββατοκύριακο. Ορίστε λοιπόν μερικές από τις κυριακάτικες συζητήσεις χωρίς αρχή και τέλος...

Μεγαλώνεις. Αλλάζεις. Συναντιέσαι με άλλους. Σχετίζεσαι μαζί τους. Αλλάζουν κι αυτοί. Μετράς ανθρώπους που μπαίνουν στη ζωή σου. Μετράς ανθρώπους που φεύγουν από τη ζωή σου. Και φοβάσαι τη μέρα που οι τελευταίοι θα αρχίσουν να γίνονται περισσότεροι από τους πρώτους. Αναρωτιέσαι γιατί υπάρχουν παλιοί φίλοι που δεν παίρνεις τηλέφωνο από φόβο μήπως είναι πια κάποιοι άλλοι από αυτούς που ήξερες, μήπως δεν έχεις πια την ίδια σχέση μαζί τους όπως και πρώτα. Φοβάσαι να εκτεθείς, φοβάσαι μήπως κάποτε φοβηθείς. Αλλά η κάθε μέρα είναι μοναδική, περνάει και χάνεται, σαν αφρός από κύμα σε καλοκαιρινή ακρογιαλιά. Ναι, θα ήταν όλα απλούστερα αν ήμασταν όλοι ειλικρινείς, απλοί και ξεκάθαροι με τις επιθυμίες μας, αν ήμασταν όλοι θετικοί απέναντι στον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας, αν δε φοβόμασταν. Δεν είμαστε όμως, και ούτε θα γίνουμε ποτέ. Κάποιος λόγος θα υπάρχει και γι' αυτό.  

Δεν μπορείς να ξαναφτιάξεις την πραγματικότητα. Δέξου την όπως έρχεται. Μην υποχωρείς και δέξου την όπως έρχεται. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. (Filip Roth, Καθένας, σ.95)

Κι αν η πραγματικότητα είναι παράξενη, ακατανόητη ή δύσκολη κάποιες φορές, είναι ακριβώς γιατί έτσι πρέπει. Γιατί μέσα από την απώλεια, ίσως και μέσα από το φόβο της απώλειας, συνηδειτοποιείς τη σημασία των όσων έχεις, έστω και προσωρινά. Κι έτσι, για λίγο, για μια στιγμή, ξεφεύγεις από την καθημερινότητα και πας λίγο πιο πάνω, βλέπεις λίγο πιο ξεκάθαρα. Και χαμογελάς.

Ο Μάρκο μπάινει σε μια πόλη΄ βλέπει κάποιον σε μια πλατεία να ζει μια ζωή ή μια στιγμή που θα μπορούσαν να είναι δικές του΄ στη θέση εκείνου του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι ο ίδιος, αν είχε σταματήσει το χρόνο πολύ καιρό πριν, ή αν πολύ καιρό πριν, σε μια διασταύρωση, αντί να πάρει τον ένα δρόμο είχε πάρει τον αντίθετο και μετά από ένα μεγάλο γύρο βρισκόταν στη θέση εκείνου του ανθρώπου σ' εκείνη την πλατεία. Τώρα πια, από εκείνο το αληθινό ή υποθετικό του παρελθόν, ο ίδιος είναι αποκλεισμένος΄ δεν μπορεί να σταματήσει΄ πρέπει να συνεχίσει μέχρι να φτάσει σε μια άλλη πόλη όπου τον περιμένει ένα άλλο παρελθόν του, ή κάτι που ίσως να ήταν ένα πιθανό του μέλλον και τώρα είναι το παρόν κάποιου άλλου. Ένα απραγματοποίητο μέλλον είναι μονάχα ένα κλαδί του παρελθόντος: ένα ξερό κλαδί.
«Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου;» ήταν στο σημείο εκείνο η ερώτηση του Χαν, ερώτηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: «Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς το μέλλον σου;»
Και η απάντηση του Μάρκο: «Το αλλού είναι ένας αντίστροφος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που ποτέ δεν είχε και που ποτέ δε θα έχει.» 
(Italo Calvino, Οι αόρατες πόλεις, σ. 49)

Μ' αυτήν την (κατά βάθος) ανοιξιάτικη σκέψη, καλή βδομάδα!

[σημείωση: σχετικά με το βιβλίο αυτό του Filip Roth, ήταν αυτό το εξαιρετικό κείμενο (στα πορτογαλικά) που με έκανε να θέλω το διαβάσω...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: