Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

η καθημερινότητα σε κλίμακες...

Οδός Πατησίων. Μια διαδρομή. Σε κάποιο τρόλεϊ. Κάθε μέρα. Δυο φορές τη μέρα. Τεσσεράμισι χρόνια.

Πώς πέρασαν έτσι; Αναρωτιέσαι. Ξέρεις πια όλους τους δρόμους, κάθε γωνία, τα μαγαζιά με τις καλύτερες βιτρίνες, τα σημεία συνάντησης. Περιμένεις δίπλα στο παράθυρο να δεις το σχολείο που προβάλλει στο τέλος του δρόμου, να πάρεις άλλη μια ανάσα όμορφης Αθήνας κοιτάζοντας τη φυγή κάποιου στενού, τα Κάτω Πατήσια να σβήνουν στο βάθος της κατηφόρας, το βουνό να ξεπροβάλλει περήφανο πίσω από τις κυψελιώτικες πολυκατοικίες. Σχεδιάζεις πάντα βόλτες για να δεις από κοντά όλα αυτά τα όμορφα, έχεις όμως συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι αυτές τις βόλτες θα τις κάνεις μόνο στη φαντασία σου. Θα τις ερωτευτείς πλατωνικά και το επόμενο πρωί θα τις αντικαταστήσεις. Ξανά και ξανά. Καμιά φορά μυρίζεις τον πρωινό ήλιο και σκας ένα χαμόγελο. Σκέφτεσαι ότι θα είναι καλή μέρα, αφού σε χάιδεψε μια τρυφερή αχτίδα.
Ξέρεις πόσος κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει σε κάθε στάση. Μπορείς πια να μαντεύεις ποιός θα κατέβει πού. Ξέρεις πια τη φθορά των κτηρίων, τα μπαλκόνια του πρώτου ορόφου, άλλα φροντισμένα και άλλα αφρόντιστα. Θυμάσαι τα λουλούδια, τις τέντες με τα λογότυπα των καταστημάτων, κάποιες έχουν σαπίσει από τη βροχή και στέκονται υγρές και αρρωστιάρικες, γεμάτες μούχλα και βρύα. Έχεις πια μάθει τα δέντρα που είναι μεγαλύτερα και τα κλαδιά τους προβάλλουν πάνω από το δρόμο, προκαλώντας κάθε φορά αυτό το χαρακτηριστικό θρόισμα, τον ήχο της τριβής, της ατυχούς συνάντησής τους με τις κεραίες του τρόλει, που σαν επιθετικοί εραστές αρπάζουν και βιάζουν την αβοήθητη λεία τους καθώς περνάνε. Για λίγο.
Κι οι άνθρωποι; Η ζωή; Ναι, τους βλέπεις κι αυτούς εκεί έξω, πηγαινοέρχονται, τρέχουν, σταματάνε, καθυστερούν, μιλάνε, μερικές φορές μαλώνουν. Τους κοιτάς με απορία, με χαμόγελο, με συμπόνοια, με θαυμασμό. Βλέπεις μέσα στα αυτοκίνητα, οι άνθρωποια αγχώνονται, κουράζονται, βιάζονται, ταιριάζουν τα ρούχα τους, φρεσκάρουν το μακιγιάζ τους, διαφωνούν, ερωτεύονται. Ανταλλάσεις βλέμματα και χαμόγελα. Καμιά φορά, αν είσαι τυχερή, τους ακούς να μιλάνε. Φευγαλέα. Και συνεχίζεις, προσπερνάς και προσπερνιέσαι. Χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις.
Κάθε φορά βρίσκεις ένα νέο θέαμα, ένα δρώμενο, ένα σκηνικό, ένα αντικείμενο, μια λεπτομέρεια που αγνοούσες, για να σου τραβήξει την προσοχή. Ανάλογα με τη διάθεσή σου, την αισιοδοξία, την εσωστρέφεια, την απελπισία, την κούραση, την ελπίδα της στιγμής. Λες πως αυτό το θέατρο σε έχει πια κουράσει, το έχεις σιχαθεί. Δεν αντέχεις άλλο τα μικρά ανθρωπάκια που κινούνται πάνω-κάτω, δε θέλεις να ξαναδείς αθηναϊκή πολυκατοικία, όχι άλλο μπαλκόνι, όχι άλλο έρκερ. Αλήθεια;

Και ξαφνικά, οι απεργίες... Περπατάς στην ίδια διαδρομή. Όχι πως δεν είχες περπατήσει ξανά στην Πατησίων. Δεν είχες περπατήσει ποτέ όμως με συχνότητα τέσσερις φορές την εβδομάδα. Και δεν είχες ποτέ πριν όλα αυτά τα ερεθίσματα που σε κάνουν να λες ότι σιχάθηκες την Πατησίων. Κάνεις πια μια εντελώς άλλη ανάγνωση της πόλης, από άλλη όψη. Από άλλο επίπεδο.
Τώρα ξέρεις όχι τις φυγές, αλλά τις λακκούβες στο πεζοδρόμιο, τα σημεία με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τις επικίνδυνες στροφές. Προσέχεις πια να μη σε πατήσουν, να μην πατήσεις τα απομεινάρια μιας ζωής διαφορετικής από τη δική σου, κάνεις ζικ-ζακ ανάμεσα σε περιττώματα και λασπόνερα. Γνωρίζεις τις πλάκες του πεζοδρομίου που ξεκόλλησαν και αν τις πατήσεις θα γεμίσεις πάλι με αυτά τα υπέροχα καφετιά υγρά στα παπούτσια, τις κάλτσες και το παντελόνι σου. Θυμάσαι το σπασμένο φανάρι, τη βιτρίνα με το ωραίο φουστάνι, το μαγαζί που κάθε πρωί πλένει το πεζοδρόμιο μπροστά του, θυμάσαι τον κουβά, τη σκούπα. Αποφεύγεις τις γωνίες με τα κλιματιστικά που στάζουν, σταματάς για να θαυμάσεις ένα φύλλο, μια είσοδο, ένα χερούλι σε κάποια πόρτα. Μυρίζεις, το ψητοπωλείο, το φρέσκο ψωμί, τα κάτουρα της προηγούμενης νύχτας. Το άρωμα ενός ξένου.
Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιείς, αλλά έχεις γίνει πια ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Κινείσαι κι εσύ βιαστικά ή τεμπέλικα. Σκοντάφτεις, χτυπάς πάνω σε κάποιον, διαπληκτίζεσαι με κάποιον. Τώρα σε ακουμπάει ένα από τα μικρά ανθρωπάκια. Ακούς τις κουβέντες τους, στο τηλέφωνο ή πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι θυμωμένοι, λυπημένοι, ενθουσιασμένοι, σε υπερένταση. Είναι μεθυσμένοι. Σε ποθούν, σε πειράζουν. Να ήξερες τί γλώσσα μιλάνε! Να καταλάβαινες έστω μια φευγαλέα τους φράση! Θα σου χάριζε ένα χαμόγελο για τη μέρα που έρχεται, απαιτητική και δύσκολη, έτοιμη να ζητήσει τα πάντα από σένα.
Δεν είσαι πια στο θέατρο... Και σου αρέσει. Σου αρέσει που μπορείς να κάνεις χίλιες σκέψεις τη στιγμή, που δεν κοιτάς πια πάνω από το ισόγειο. Νιώθεις την ελευθερία...

Οδός Πατησίων. Κλίμακα; Από την (απρόσωπη;) πόλη στην (προσωπική;) καθημερινότητα. Στη γη. Σε κάθε κλίμακα βλέπεις σε άλλη εστίαση, σε άλλες ταχύτητες, σε άλλους χρόνους. Και κάθε άνθρωπος βρίσκεται στο δικό του σύμπαν. Αυτό είναι, οι παράλληλες πραγματικότητες που συνθέτουν τελικά μια εικόνα του κόσμου, κάθε φορά πιο γεμάτη. Άραγε αν μπορούσες να δεις από τα μάτια ενός μυρμηγκιού; Αν άκουγες ό,τι ακούει ένα πουλί;



[το soundtrack της στιγμής που μου ήρθε η πρώτη φευγαλέα σκέψη για το θέμα αυτής της ανάρτησης, ένα πρωινό στην Πατησίων, σε ένα πεζοδρόμιο ασφυκτικά γεμάτο με κόσμο....]

Δεν υπάρχουν σχόλια: